ζῳοτύπος: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(16) |
m (Text replacement - ",;" to ";") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=zōotypos | |Transliteration B=zōotypos | ||
|Transliteration C=zootypos | |Transliteration C=zootypos | ||
|Beta Code=zw&# | |Beta Code=zw|otu/pos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ον<, [[modelling animals from life]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.527, Man. 4.343: generally, [[modelling to the life]], of a sculptor, ''AP''15.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] Tiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), | |mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. [[αρχέτυπος]], [[ζηλότυπος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζῳοτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη [[ζωή]], αυτός που απεικονίζει τη [[ζωή]] ή τη [[φύση]], την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῳοτύπος:''' (ῠ) ὁ [[живописец или скульптор]], [[художник]] Anth. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζῳο-τῠ́πος, ον<br />describing to the [[life]], Anth. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sculptor]]=== | |||
Albanina: gdhendës, gdhendëse; Arabic: نَحَّات, مَثَّال; Armenian: քանդակագործ; Azerbaijani: heykəltəraş; Basque: eskultore, zizelkari; Belarusian: разьбяр, скульптар; Bulgarian: скулптор, скулпторка, ваятел; Burmese: ပန်းပုဆရာ; Catalan: escultor, escultora; Chinese Mandarin: 雕刻家, 雕塑家; Czech: sochař, sochařka, řezbář; Danish: billedhugger, skulptør; Dutch: [[beeldhouwer]]; Esperanto: skulptisto; Faroese: myndahøggari; Finnish: kuvanveistäjä; French: [[sculpteur]]; Galician: escultor; Georgian: მოქანდაკე; German: [[Skulpteur]], [[Bildhauer]], [[Bildhauerin]]; Greek: [[γλύπτης]], [[γλύπτρια]]; Ancient Greek: [[ἀγαλματογλύπτης]], [[ἀγαλματογλύφος]], [[ἀγαλματοποιός]], [[ἀγαλματουργός]], [[ἀγαλμοτυπεύς]], [[ἀναγλυφάριος]], [[ἀνδριαντογλύφος]], [[ἀνδριαντοεργάτης]], [[ἀνδριαντοπλάστης]], [[ἀνδριαντοποιός]], [[ἀνδριαντουργός]], [[γλύπτης]], [[γλυφευτής]], [[δημιουργός]], [[ζωογλύφος]], [[ζῳογλύφος]], [[ζωοπλάστης]], [[ζῳοπλάστης]], [[ζῳοτύπος]], [[λααξός]], [[λαξόος]], [[λαοξόος]], [[λιθογλύπτης]], [[λιθογλύφος]], [[λιθοξόος]], [[λιθόξοος]], [[λιθοξύστης]], [[λιθοτέκτων]], [[λιθουργός]], [[ξοανογλύφος]], [[πλάστης]], [[πλαστουργός]], [[τέκτων]]; Hungarian: szobrász; Icelandic: myndhöggvari; Ido: skultisto, skultero; Indonesian: pemahat; Irish: dealbhóir, snoíodóir; Italian: [[scultore]], [[scultrice]]; Japanese: 彫刻家; Kazakh: мүсінші; Korean: 조각가; Latin: [[sculptor]]; Lithuanian: skulptorius; Macedonian: вајар, скулптор; Maori: kaiwhakairo, kaitārai; Norman: stchulpteux; Norwegian Bokmål: skulptør, billedhugger; Nynorsk: skulptør, bilethoggar; Occitan: esculptor; Old East Slavic: ваꙗтель; Polish: rzeźbiarz, rzeźbiarka; Portuguese: [[escultor]]; Romanian: sculptor, sculptoriță; Russian: [[скульптор]], [[ваятель]], [[ваятельница]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ки̏па̄р; Roman: kȉpār; Slovak: sochár, sochárka; Slovene: kipar; Spanish: [[escultor]], [[escultora]]; Swedish: skulptör, bildhuggare; Tagalog: manlililok; Telugu: శిల్పి; Thai: ประติมากร; Turkish: heykelci, heykeltıraş, yontucu; Ugaritic: 𐎔𐎒𐎍; Ukrainian: скульптор, різьбяр; Vietnamese: nhà điêu khắc | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 5 February 2024
English (LSJ)
[ῠ], ον<, modelling animals from life, Nonn. D. 5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
German (Pape)
[Seite 1144] Tiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.
Greek Monolingual
ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέτυπος, ζηλότυπος].
Greek Monotonic
ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτύπος: (ῠ) ὁ живописец или скульптор, художник Anth.
Middle Liddell
ζῳο-τῠ́πος, ον
describing to the life, Anth.
Translations
sculptor
Albanina: gdhendës, gdhendëse; Arabic: نَحَّات, مَثَّال; Armenian: քանդակագործ; Azerbaijani: heykəltəraş; Basque: eskultore, zizelkari; Belarusian: разьбяр, скульптар; Bulgarian: скулптор, скулпторка, ваятел; Burmese: ပန်းပုဆရာ; Catalan: escultor, escultora; Chinese Mandarin: 雕刻家, 雕塑家; Czech: sochař, sochařka, řezbář; Danish: billedhugger, skulptør; Dutch: beeldhouwer; Esperanto: skulptisto; Faroese: myndahøggari; Finnish: kuvanveistäjä; French: sculpteur; Galician: escultor; Georgian: მოქანდაკე; German: Skulpteur, Bildhauer, Bildhauerin; Greek: γλύπτης, γλύπτρια; Ancient Greek: ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων; Hungarian: szobrász; Icelandic: myndhöggvari; Ido: skultisto, skultero; Indonesian: pemahat; Irish: dealbhóir, snoíodóir; Italian: scultore, scultrice; Japanese: 彫刻家; Kazakh: мүсінші; Korean: 조각가; Latin: sculptor; Lithuanian: skulptorius; Macedonian: вајар, скулптор; Maori: kaiwhakairo, kaitārai; Norman: stchulpteux; Norwegian Bokmål: skulptør, billedhugger; Nynorsk: skulptør, bilethoggar; Occitan: esculptor; Old East Slavic: ваꙗтель; Polish: rzeźbiarz, rzeźbiarka; Portuguese: escultor; Romanian: sculptor, sculptoriță; Russian: скульптор, ваятель, ваятельница; Serbo-Croatian Cyrillic: ки̏па̄р; Roman: kȉpār; Slovak: sochár, sochárka; Slovene: kipar; Spanish: escultor, escultora; Swedish: skulptör, bildhuggare; Tagalog: manlililok; Telugu: శిల్పి; Thai: ประติมากร; Turkish: heykelci, heykeltıraş, yontucu; Ugaritic: 𐎔𐎒𐎍; Ukrainian: скульптор, різьбяр; Vietnamese: nhà điêu khắc