κατουρώ: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απ</i>-[[ουρώ]], <i>επ</i>-[[ουρώ]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), [[πρβλ]]. [[απουρώ]], [[επουρώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 24 August 2021

Greek Monolingual

(I)
-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)
1. αποβάλλω ούρα, ουρώκυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)
2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τον λογαριάζω («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)
2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαι
α) ουρώ ακουσίως πάνω μου
β) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσω
γ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)
3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος
4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / - «κατουρώ»].
(II)
κατουρῶ, -όω (Α)
πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ουρόω / - (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απουρώ, επουρώ].