κέρασμα: Difference between revisions
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerasma | |Transliteration C=kerasma | ||
|Beta Code=ke/rasma | |Beta Code=ke/rasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[mixture]], Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.''VP''15.64 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[drink poured out]] (cf. [[κεράννυμι]] 1.1), ''IGRom.''4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. [[LXX]] ''Ps.''74(75).8.<br><span class="bld">3</span> [[mixed disease]], Gal.9.675. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.).
2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8.
3 mixed disease, Gal.9.675.
German (Pape)
[Seite 1422] τό, das Gemischte, bes. Mischtrank, Hippocr. u. Sp., bes. von gemischtem Wein.
Greek (Liddell-Scott)
κέρασμα: τό, μεμιγμένον τι, μῖγμα, μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, οἷον ὁ κυκεών, Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., κύπελλον πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κέρασμα) κεράννυμι
νεοελλ.
1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος
2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια
3. φιλοδώρημα σε χρήμα
μσν.
κύπελλο γεμάτο κρασί
αρχ.
1. μίγμα, κράμα
2. κράμα από διάφορα ποτά
3. ασθένεια που προέρχεται από διάφορες αιτίες.