ἀκονιτί: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(2)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akoniti
|Transliteration C=akoniti
|Beta Code=a)koniti/
|Beta Code=a)koniti/
|Definition=or ἀκον-εί (<span class="title">SIG</span>36<span class="title">B</span> (Olympia, V. B.C.), <span class="bibl">D.19.77</span>), Adv. of <b class="b3">ἀκόνιτος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without the dust of the arena</b>, i.e. <b class="b2">without struggle, without effort</b>, usu. of the conqueror, <span class="bibl">Th.4.73</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>6.3</span>; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀ. <span class="bibl">D.18.200</span>.</span>
|Definition=[[ἀκονιτί]] or [[ἀκονεί]] (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of [[ἀκόνιτος]], [[without the dust of the arena]], i.e. [[without struggle]], [[without effort]], usually of the [[conqueror]], Th.4.73, X.Ages.6.3; of the [[loser]], εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί D.18.200.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀκονῑτί''': [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ [[ἀκόνιτος]], [[ἄνευ]] τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. . [[ἄνευ]] ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. [[ἀλλά]], εἰ [[ταῦτα]] προεῖτο [[ἀκονιτί]], Δημ. 295. 7.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκονιτεί]] <i>IO</i> 153.7 (V a.C.), D.19.77; [[ἀκονητί]] <i>EM</i> α 676, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.75.27, lacon. [[ἀσσκονικτεί]] <i>CEG</i> 372 (Olimpia VI a.C.?)<br />adv. [[sin mancharse de polvo]] e.e. [[por abandono]] de la [[victoria]] en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί <i>SIG</i> 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.<i>Ages</i>.6.3, cf. Philostr.<i>Gym</i>.11<br /><b class="num">•</b>gener. [[sin lucha]], [[sin esfuerzo]] τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.<i>DMort</i>.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.<i>Decl</i>.29.6, ἀκονιτί· [[ἄνευ]] πόνου <i>EM</i> α 676, cf. Aristid.<i>Or</i>.1.107.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[κόνις]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans poussière ; sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κονίω]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans poussière ; sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[κονίω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκονιτεί <i>IO</i> 153.7 (V a.C.), D.19.77; [[ἀκονητί]] <i>EM</i> α 676, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.75.27, lacon. ασσκονικτει <i>CEG</i> 372 (Olimpia VI a.C.?)<br />adv. [[sin mancharse de polvo]] e.e. [[por abandono]] de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀ. <i>SIG</i> 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀ. ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.<i>Ages</i>.6.3, cf. Philostr.<i>Gym</i>.11<br /><b class="num"></b>gener. [[sin lucha]], [[sin esfuerzo]] τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀ. D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.<i>DMort</i>.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀ. τρυφῶν Lib.<i>Decl</i>.29.6, ἀ.· [[ἄνευ]] πόνου <i>EM</i> α 676, cf. Aristid.<i>Or</i>.1.107.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κόνις.
|ptext=[νῑ], <i>ohne [[Staub]]</i>, d.i. (von der [[Palästra]] [[entlehnt]]) <i>[[kampflos]], [[mühelos]]</i>, Thuc. 4.73; [[νικᾶν]] Xen. <i>Ag</i>. 6.3, wo διὰ μάχης der <span class="ggns">Gegensatz</span>; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκονῑτί:''' adv. [[не поднимая пыли]], т. е. [[без усилий]], [[без всякого труда]] Thuc., Dem., Polyb.: ἀκονιτὶ [[νικᾶν]] Xen., Aeschin. одержать легкую победу.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκονῑτί''': [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ [[ἀκόνιτος]], [[ἄνευ]] τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. . [[ἄνευ]] ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· [[ἀλλά]], εἰ [[ταῦτα]] προεῖτο [[ἀκονιτί]], Δημ. 295. 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκονιτὶ και -τεὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀκόνιτος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] τη [[σκόνη]] του στίβου<br /><b>2.</b> (ειδικά για τους νικητές αγώνων) [[χωρίς]] κόπο ή [[προσπάθεια]].
|mltxt=ἀκονιτὶ και -τεὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀκόνιτος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] τη [[σκόνη]] του στίβου<br /><b>2.</b> (ειδικά για τους νικητές αγώνων) [[χωρίς]] κόπο ή [[προσπάθεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκονῑτί:''' [τῑ], επίρρ. του [[ἀκόνιτος]], [[χωρίς]] τον κονιορτό της κονίστρας, [[χωρίς]] την [[σκόνη]] της παλαίστρας, δηλ. [[χωρίς]] αγώνα, [[χωρίς]] κόπο, Λατ. [[sine]] [[pulvere]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἀκόνιτος]]<br />without the [[dust]] of the [[arena]], i. e. without a [[struggle]], without [[effort]], Lat. [[sine]] pulvere, Thuc., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[without a struggle]], [[without difficulty]], [[without trouble]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χωρίς]] τή σκόνη τῆς κονίστρας, [[χωρίς]] κόπο). Ἀπό το α στερητ. + [[κονίω]] (=[[σκονίζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κονίω]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[sine ullo certamine]]'', [[without any struggle]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.73.2/ 4.73.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονῑτί Medium diacritics: ἀκονιτί Low diacritics: ακονιτί Capitals: ΑΚΟΝΙΤΙ
Transliteration A: akonití Transliteration B: akoniti Transliteration C: akoniti Beta Code: a)koniti/

English (LSJ)

ἀκονιτί or ἀκονεί (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of ἀκόνιτος, without the dust of the arena, i.e. without struggle, without effort, usually of the conqueror, Th.4.73, X.Ages.6.3; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί D.18.200.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans poussière ; sans combat, sans effort.
Étymologie: , κονίω.

German (Pape)

[νῑ], ohne Staub, d.i. (von der Palästra entlehnt) kampflos, mühelos, Thuc. 4.73; νικᾶν Xen. Ag. 6.3, wo διὰ μάχης der Gegensatz; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκονῑτί: adv. не поднимая пыли, т. е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.: ἀκονιτὶ νικᾶν Xen., Aeschin. одержать легкую победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονῑτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἀκόνιτος, ἄνευ τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. ἔ. ἄνευ ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· ἀλλά, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, Δημ. 295. 7.

Greek Monolingual

ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) ἀκόνιτος
1. χωρίς τη σκόνη του στίβου
2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.

Greek Monotonic

ἀκονῑτί: [τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

[adverb of ἀκόνιτος
without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

without a struggle, without difficulty, without trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χωρίς τή σκόνη τῆς κονίστρας, χωρίς κόπο). Ἀπό το α στερητ. + κονίω (=σκονίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κονίω.

Lexicon Thucydideum

sine ullo certamine, without any struggle, 4.73.2.