άλλη: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλῃ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) [[στάση]]<br />σε [[άλλο]] [[τόπο]], σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br />στη φρ. «[[ἄλλῃ]] καὶ [[ἄλλῃ]]» σημαίνει «εδώ κι [[εκεί]]» <br />β) [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]<br />[[προς]] [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]]<br />ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου<br />με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλιώς]], διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἄλλος]]<br />δοτικοφανές [[επίρρημα]]].
|mltxt=[[ἄλλῃ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) [[στάση]]<br />σε [[άλλο]] [[τόπο]], σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br />στη φρ. «[[ἄλλῃ]] καὶ [[ἄλλῃ]]» σημαίνει «εδώ κι [[εκεί]]» <br />β) [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]<br />[[προς]] [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]]<br />ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου<br />με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλιώς]], διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἄλλος]]<br />δοτικοφανές [[επίρρημα]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλλῃ επίρρ. (Α)
1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση
σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού
στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί»
β) προς τόπο κίνηση
προς άλλο τόπο, αλλού
ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου
με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. ἄλλος
δοτικοφανές επίρρημα].