δίολκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diolkos
|Transliteration C=diolkos
|Beta Code=di/olkos
|Beta Code=di/olkos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slipway</b> for passage of ships across the Isthmus of Corinth, <span class="bibl">Str.7.2.1</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[slipway]] for passage of ships across the Isthmus of Corinth, Str.7.2.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br />[[camino]], [[rodera]] para los barcos a través de un istmo ὁ δ., τὸ στενώτατον τοῦ Ἰσθμοῦ Str.8.6.4, cf. 2.1, 6.22, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δίολκος]]) [[ολκός]]<br />ο [[πλακόστρωτος]] [[δρόμος]] [[κατά]] [[μήκος]] του ισθμού της Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς πλοίων από μια [[θάλασσα]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />κλειστό [[στόμιο]] στις εκβολές του Νείλου.
|mltxt=ο (AM [[δίολκος]]) [[ολκός]]<br />ο [[πλακόστρωτος]] [[δρόμος]] [[κατά]] [[μήκος]] του ισθμού της Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς πλοίων από μια [[θάλασσα]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />κλειστό [[στόμιο]] στις εκβολές του Νείλου.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό [[μέρος]] τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, ἀπό ὅπου τά πλοία σύρονταν ἀπό τή μιά στήν ἄλλη [[θάλασσα]]). Ἀπό τό [[διέλκω]] (=[[σύρω]] διαμέσου). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἕλκω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίολκος Medium diacritics: δίολκος Low diacritics: δίολκος Capitals: ΔΙΟΛΚΟΣ
Transliteration A: díolkos Transliteration B: diolkos Transliteration C: diolkos Beta Code: di/olkos

English (LSJ)

ὁ, slipway for passage of ships across the Isthmus of Corinth, Str.7.2.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
camino, rodera para los barcos a través de un istmo ὁ δ., τὸ στενώτατον τοῦ Ἰσθμοῦ Str.8.6.4, cf. 2.1, 6.22, Hsch.

German (Pape)

[Seite 633] ὁ, der Durchzug; so hietz eine Stelle auf dem Corinthischen Isthmus, wo die Schiffe über das Land aus dem einen Meere ins andere gelogen wurden, Strab. VIII p. 335. Bei Ptolem. 4, 5 auch eine Stelle an einer Nilmündung.

Greek (Liddell-Scott)

δίολκος: ὁ, τὸ μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, καθ’ ὃ τὰ πλοῖα ἐσύροντο ἀπὸ τῆς ἑτέρας εἰς τὴν ἑτέραν θάλασσαν, Στράβων 335.

Greek Monolingual

ο (AM δίολκος) ολκός
ο πλακόστρωτος δρόμος κατά μήκος του ισθμού της Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφα
νεοελλ.
κάθε μέσο μεταφοράς πλοίων από μια θάλασσα σε άλλη
αρχ.
κλειστό στόμιο στις εκβολές του Νείλου.

Mantoulidis Etymological

(=τό μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, ἀπό ὅπου τά πλοία σύρονταν ἀπό τή μιά στήν ἄλλη θάλασσα). Ἀπό τό διέλκω (=σύρω διαμέσου). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἕλκω.