ἐγκύρω: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkyro | |Transliteration C=egkyro | ||
|Beta Code=e)gku/rw | |Beta Code=e)gku/rw | ||
|Definition=[ῡ], impf. | |Definition=[ῡ], impf. ἐνέκῡρον: fut. ἐγκύρσω: aor. ἐνέκυρσα:—Pass., [[ἐγκύρομαι]]: ἐγκῠρέω, aor. 1 [[ἐνεκύρησα]], lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as ''Sign.''21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. ''Tact.''1.2:—[[fall in with]], [[light upon]], [[meet with]], c.dat., ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145; ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.''Op.''216; ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70; [[ἐγκύρσαις]] (Aeol. aor. 1 part.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.''P.''4.282, cf. 1.100; δύᾳ B.''Fr.''21; τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.''El.''863 (lyr.); στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι [[Herodotus|Hdt.]]4.125; ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218, cf. Plb.8.35.5, etc.; δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59; τυράννοις Phld.''Ir.''p.30 W.: in [[Herodotus|Hdt.]]7.208, c. gen., <b class="b3">ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς</b> (here Valck. proposed [[ἐκύρησε]], which has been received by edd.): c. acc., Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον ''Epigr.Gr.''241 (Smyrna). —Not in Att. Prose, once in Com., ἐγκυρῆσαι Cratin.35. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [eol. aor. part. nom. sg. masc. ἐγκύρσαις Pi.<i>P</i>.4.282]<br />[[encontrarse]], [[toparse]] c. dat. de n. concr. φάλαγξι <i>Il</i>.13.145, ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι ... μοίρῃσι Σκυθέων Hdt.4.125, cf. Hp.<i>VM</i> 22, αἳ (νᾶες) ... χαλεποῖς ἐνέκυρσαν ἀήταις Theoc.22.9, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι toparse, e.e., enredarse con las bien cortadas bridas</i> S.<i>El</i>.863, ἰχθύες ἐγκύρσαντες ἀνωΐστοισι δόλοισι Opp.<i>H</i>.3.43<br /><b class="num">•</b>fig. c. dat. de abstr. ἄτῃσιν Hes.<i>Op</i>.216, cf. Pi.<i>P</i>.1.100, πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ anciano que se hubiera encontrado con una vida de cien años, e.e., que tuviera cien años</i> Pi.l.c., δύᾳ B.<i>Fr</i>.25.3<br /><b class="num">•</b>c. ac. [[toparse con]] ᾍδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον <i>ISmyrna</i> 523.5 (II/I a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0711.png Seite 711]] s. [[ἐγκυρέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0711.png Seite 711]] s. [[ἐγκυρέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνέκυρσα]];<br />tomber sur, rencontrer : τινι qqn <i>ou</i> qch ; φάλαγξιν IL se heurter aux lignes (d'une troupe ennemie) ; στρατῷ HDT rencontrer une armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κύρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκύρω:''' (ῠ) (aor. [[ἐνέκυρσα]]) встречаться, сталкиваться, натыкаться (φάλαγξιν Hom.; στρατῷ Her.): ἐγκύρσας ἄτῃσιν Hes. попав в беду: τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι Soph. запутаться в сбруе - см. тж. [[ἐγκυρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, | |lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, μετὰ δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 μετὰ γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, ([[ἐνταῦθα]] ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, [[ὅπερ]] ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. [[λέξις]], σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἐγκύρω]] | |sltr=[[ἐγκύρω]] [[happen]] [[upon]], [[attain]] c. dat. ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ [[ἕλῃ]], στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) [[πρέσβυς]] ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ (P. 4.282) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγκύρω]] και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]], [[φθάνω]]. | |mltxt=[[ἐγκύρω]] και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]], [[φθάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i>· [[συναντώ]], [[βρίσκω]] τυχαία, [[συναπαντώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐγ-[[κυρέω]] fut. -[[κύρσω]] aor1 -έκυρσα<br />to [[fall]] in with, [[light]] [[upon]], [[meet]] with, c. dat., Il., Hes., Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῡ], impf. ἐνέκῡρον: fut. ἐγκύρσω: aor. ἐνέκυρσα:—Pass., ἐγκύρομαι: ἐγκῠρέω, aor. 1 ἐνεκύρησα, lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as Sign.21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. Tact.1.2:—fall in with, light upon, meet with, c.dat., ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145; ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.Op.216; ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70; ἐγκύρσαις (Aeol. aor. 1 part.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.P.4.282, cf. 1.100; δύᾳ B.Fr.21; τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.El.863 (lyr.); στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Hdt.4.125; ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218, cf. Plb.8.35.5, etc.; δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59; τυράννοις Phld.Ir.p.30 W.: in Hdt.7.208, c. gen., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς (here Valck. proposed ἐκύρησε, which has been received by edd.): c. acc., Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Epigr.Gr.241 (Smyrna). —Not in Att. Prose, once in Com., ἐγκυρῆσαι Cratin.35.
Spanish (DGE)
• Morfología: [eol. aor. part. nom. sg. masc. ἐγκύρσαις Pi.P.4.282]
encontrarse, toparse c. dat. de n. concr. φάλαγξι Il.13.145, ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι ... μοίρῃσι Σκυθέων Hdt.4.125, cf. Hp.VM 22, αἳ (νᾶες) ... χαλεποῖς ἐνέκυρσαν ἀήταις Theoc.22.9, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι toparse, e.e., enredarse con las bien cortadas bridas S.El.863, ἰχθύες ἐγκύρσαντες ἀνωΐστοισι δόλοισι Opp.H.3.43
•fig. c. dat. de abstr. ἄτῃσιν Hes.Op.216, cf. Pi.P.1.100, πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ anciano que se hubiera encontrado con una vida de cien años, e.e., que tuviera cien años Pi.l.c., δύᾳ B.Fr.25.3
•c. ac. toparse con ᾍδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον ISmyrna 523.5 (II/I a.C.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνέκυρσα;
tomber sur, rencontrer : τινι qqn ou qch ; φάλαγξιν IL se heurter aux lignes (d'une troupe ennemie) ; στρατῷ HDT rencontrer une armée.
Étymologie: ἐν, κύρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκύρω: (ῠ) (aor. ἐνέκυρσα) встречаться, сталкиваться, натыкаться (φάλαγξιν Hom.; στρατῷ Her.): ἐγκύρσας ἄτῃσιν Hes. попав в беду: τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι Soph. запутаться в сбруе - см. тж. ἐγκυρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκύρω: παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι ἐγκυρέω, ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, εἶναι ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, μετὰ δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 μετὰ γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, (ἐνταῦθα ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, ὅπερ ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. λέξις, σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12.
English (Autenrieth)
aor. ἐνέκυρσε: meet, fall in with, Il. 13.145†.
English (Slater)
ἐγκύρω happen upon, attain c. dat. ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ (P. 4.282)
Greek Monolingual
ἐγκύρω και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)
1. συναντώ τυχαία
2. πλησιάζω, φθάνω.
Greek Monotonic
ἐγκύρω: [ῡ], μέλ. -κύρσω, αόρ. αʹ -έκυρσα· συναντώ, βρίσκω τυχαία, συναπαντώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐγ-κυρέω fut. -κύρσω aor1 -έκυρσα
to fall in with, light upon, meet with, c. dat., Il., Hes., Hdt.