έδος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]], [[ιδίως]] θεών («ἵκοντο θεῶν [[ἕδος]]», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] διαμονής («[[ἕδος]] Ἰθάκης»<br />Ιθάκη, Οδ.)<br /><b>4.</b> [[άγαλμα]] καθισμένου θεού<br /><b>5.</b> [[ναός]]<br /><b>6.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]]<br /><b>7.</b> το να καθίσει [[κάποιος]] [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἕδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]], [[ιδίως]] θεών («ἵκοντο θεῶν [[ἕδος]]», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] διαμονής («[[ἕδος]] Ἰθάκης»<br />Ιθάκη, Οδ.)<br /><b>4.</b> [[άγαλμα]] καθισμένου θεού<br /><b>5.</b> [[ναός]]<br /><b>6.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]]<br /><b>7.</b> το να καθίσει [[κάποιος]] [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε IE <i>sedos</i>, που θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο ενός αρχικού ρήματος με τη [[σημασία]] «[[κάθομαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[έζομαι]]). Η λ. [[έδος]] χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο για να δηλώσει τα αγάλματα τών θεών (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sadas</i> «[[κάθισμα]], [[διαμονή]]», αρχ. νορβ. <i>setr</i>, αρχ. περσ. <i>hadiš</i> «[[κατοικία]], [[παλάτι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἕδος, το (Α)
1. κάθισμα, θρόνος
2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.)
3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης»
Ιθάκη, Οδ.)
4. άγαλμα καθισμένου θεού
5. ναός
6. θεμέλιο, βάση
7. το να καθίσει κάποιος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε IE sedos, που θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο ενός αρχικού ρήματος με τη σημασία «κάθομαι» (πρβλ. έζομαι). Η λ. έδος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο για να δηλώσει τα αγάλματα τών θεών (πρβλ. αρχ. ινδ. sadas «κάθισμα, διαμονή», αρχ. νορβ. setr, αρχ. περσ. hadiš «κατοικία, παλάτι»].