ἐθελάστειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ethelasteios
|Transliteration C=ethelasteios
|Beta Code=e)qela/steios
|Beta Code=e)qela/steios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">aiming at fashion, foppish</b>, <span class="bibl">Hld.7.10</span>.</span>
|Definition=ἐθελάστειον, [[aiming at fashion]], [[foppish]], Hld.7.10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se pretende refinado]], [[cursi]] ἑταιρίδιον Hld.7.10.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελάστειος''': -ον, ὁ θέλων νὰ [[εἶναι]] [[λεπτός]], [[εὐγενής]], [[κομψός]], [[ἀλαζονικός]], Ἡλιόδ. 7. 10.
|lstext='''ἐθελάστειος''': -ον, ὁ θέλων νὰ [[εἶναι]] [[λεπτός]], [[εὐγενής]], [[κομψός]], [[ἀλαζονικός]], Ἡλιόδ. 7. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se pretende refinado]], [[cursi]] ἑταιρίδιον Hld.7.10.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐθελάστειος]], -ον (Α)<br />το να θέλει [[κανείς]] να [[είναι]] [[ευγενικός]] και [[πολιτισμένος]].
|mltxt=[[ἐθελάστειος]], -ον (Α)<br />το να θέλει [[κανείς]] να [[είναι]] [[ευγενικός]] και [[πολιτισμένος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελάστειος Medium diacritics: ἐθελάστειος Low diacritics: εθελάστειος Capitals: ΕΘΕΛΑΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: ethelásteios Transliteration B: ethelasteios Transliteration C: ethelasteios Beta Code: e)qela/steios

English (LSJ)

ἐθελάστειον, aiming at fashion, foppish, Hld.7.10.

Spanish (DGE)

-ον
que se pretende refinado, cursi ἑταιρίδιον Hld.7.10.5.

German (Pape)

[Seite 718] sein u. artig sein wollend, Heliod. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελάστειος: -ον, ὁ θέλων νὰ εἶναι λεπτός, εὐγενής, κομψός, ἀλαζονικός, Ἡλιόδ. 7. 10.

Greek Monolingual

ἐθελάστειος, -ον (Α)
το να θέλει κανείς να είναι ευγενικός και πολιτισμένος.