ενενήκοντα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ενενήντα]] οι, αι, τα (AM [[ἐνενήκοντα]])<br />(άκλ. αριθμτ.) [[ποσότητα]] [[εννέα]] δεκάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αριθμητικό [[επίθετο]] [[ενενήκοντα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εναν</i>-<i>ήκοντα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>α</i>- από το <i>ε</i>- και αναλογική [[επίδραση]] τών τύπων σε -<i>ήκοντα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εβδομ</i>-<i>ήκοντα</i>, <i>πεντ</i>-<i>ήκοντα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ενFαν</i>-<i>άκοντα</i>, με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>newn</i> «[[εννέα]]». Στο β' συνθετικό -<i>η</i>-<i>κοντα</i> το μεν -<i>η</i>- [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]], ενώ η [[κατάληξη]] -<i>κοντa</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. -<i>ginta</i>) [[είναι]] ο [[πληθυντικός]] [[αριθμός]] του ουδετέρου της καταλήξεως -[[κάτι]] που εμφανίζεται στη [[λέξη]] [[είκοσι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίκατι</i>). Ο τ. <i>ενήκοντα</i> (Δήλος, [[Φωκίδα]]) <span style="color: red;"><</span> [[ενενήκοντα]], με [[απλολογία]], ενώ ο [[ομηρικός]] τ. [[εννήκοντα]] αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά [[προς]] τα [[εννέα]], [[εννήμαρ]]. Το νεοελληνικό αριθμητικό [[ενενήντα]] προήλθε με [[απλολογία]] από το αρχ. [[ενενήκοντα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξήντα]] <span style="color: red;"><</span> [[εξήκοντα]])].
|mltxt=και [[ενενήντα]] οι, αι, τα (AM [[ἐνενήκοντα]])<br />(άκλ. αριθμτ.) [[ποσότητα]] [[εννέα]] δεκάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αριθμητικό [[επίθετο]] [[ενενήκοντα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εναν</i>-<i>ήκοντα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>α</i>- από το <i>ε</i>- και αναλογική [[επίδραση]] τών τύπων σε -<i>ήκοντα</i> ([[πρβλ]]. [[εβδομήκοντα]], [[πεντήκοντα]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ενFαν</i>-<i>άκοντα</i>, με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>newn</i> «[[εννέα]]». Στο β' συνθετικό -<i>η</i>-<i>κοντα</i> το μεν -<i>η</i>- [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]], ενώ η [[κατάληξη]] -<i>κοντa</i> ([[πρβλ]]. λατ. -<i>ginta</i>) [[είναι]] ο [[πληθυντικός]] [[αριθμός]] του ουδετέρου της καταλήξεως -[[κάτι]] που εμφανίζεται στη [[λέξη]] [[είκοσι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίκατι</i>). Ο τ. <i>ενήκοντα</i> (Δήλος, [[Φωκίδα]]) <span style="color: red;"><</span> [[ενενήκοντα]], με [[απλολογία]], ενώ ο [[ομηρικός]] τ. [[εννήκοντα]] αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά [[προς]] τα [[εννέα]], [[εννήμαρ]]. Το νεοελληνικό αριθμητικό [[ενενήντα]] προήλθε με [[απλολογία]] από το αρχ. [[ενενήκοντα]] ([[πρβλ]]. [[εξήντα]] <span style="color: red;"><</span> [[εξήκοντα]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:32, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα)
(άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < εναν-ήκοντα, με αφομοίωση του -α- από το ε- και αναλογική επίδραση τών τύπων σε -ήκοντα (πρβλ. εβδομήκοντα, πεντήκοντα) < ενFαν-άκοντα, με προθηματικό φωνήεν ε-, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα newn «εννέα». Στο β' συνθετικό -η-κοντα το μεν -η- είναι συνδετικό φωνήεν, ενώ η κατάληξη -κοντa (πρβλ. λατ. -ginta) είναι ο πληθυντικός αριθμός του ουδετέρου της καταλήξεως -κάτι που εμφανίζεται στη λέξη είκοσι (< Fίκατι). Ο τ. ενήκοντα (Δήλος, Φωκίδα) < ενενήκοντα, με απλολογία, ενώ ο ομηρικός τ. εννήκοντα αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά προς τα εννέα, εννήμαρ. Το νεοελληνικό αριθμητικό ενενήντα προήλθε με απλολογία από το αρχ. ενενήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].