επαισχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(12) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαισχύνομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b> [[ντρέπομαι]] να [[κάνω]] ή να υποστώ [[κάτι]] («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων [[τἀναντία]] | |mltxt=[[ἐπαισχύνομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b> [[ντρέπομαι]] να [[κάνω]] ή να υποστώ [[κάτι]] («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων [[τἀναντία]] εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[ντρέπομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] που έκανα ή [[κάνω]] («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> από [[ντροπή]] δεν [[ομολογώ]], [[αρνούμαι]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον άσχημο, [[ασχημίζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 26 March 2021
Greek Monolingual
ἐπαισχύνομαι (AM)
(αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) ντρέπομαι κάποιον
3. ντρέπομαι για κάτι που έκανα ή κάνω («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», Σοφ.)
4. από ντροπή δεν ομολογώ, αρνούμαι κάποιον ή κάτι
5. ενεργ. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω.