επέκταση: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(13) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπέκτασις]]) [[επεκτείνω]]<br /><b>1.</b> [[περαιτέρω]] [[έκταση]], [[προέκταση]] («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)<br /><b>2.</b> [[επαύξηση]] λέξης με [[προσθήκη]] φωνηέντων («[[ἥλιος]] [[ἠέλιος]], [[οὗτος]] [[οὑτοσί]])<br /><b>3.</b> [[έκταση]] βραχύχρονου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάπτυξη]] οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπέκταση | |mltxt=η (AM [[ἐπέκτασις]]) [[επεκτείνω]]<br /><b>1.</b> [[περαιτέρω]] [[έκταση]], [[προέκταση]] («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)<br /><b>2.</b> [[επαύξηση]] λέξης με [[προσθήκη]] φωνηέντων («[[ἥλιος]] [[ἠέλιος]], [[οὗτος]] [[οὑτοσί]])<br /><b>3.</b> [[έκταση]] βραχύχρονου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάπτυξη]] οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — [[οπτική]] [[απάτη]] με εσφαλμένη [[εκτίμηση]] του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξήγηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[τέντωμα]] σχοινιού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:53, 13 June 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐπέκτασις) επεκτείνω
1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)
2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί)
3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος
νεοελλ.
1. ανάπτυξη οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες
2. φρ. «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — οπτική απάτη με εσφαλμένη εκτίμηση του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό
αρχ.
1. εξήγηση, ανάπτυξη
2. τέντωμα σχοινιού.