ιππόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόκρημνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[απόκρημνος]], πολύ [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα [[λόγια]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[απόκρημνος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]], <i>ιππό</i>-<i>πορνος</i>)].
|mltxt=[[ἱππόκρημνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[απόκρημνος]], πολύ [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα [[λόγια]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[απόκρημνος]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]], <i>ιππό</i>-<i>πορνος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόκρημνος, -ον (Α)
1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος
2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].