ιστίο: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱστίον]])<br />(υποκορ. του [[ιστός]]) το [[πανί]] που δένεται [[κατάλληλα]] στο [[κατάρτι]] πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια [[δύναμη]] του σκάφους, [[πανί]] του καραβιού, [[άρμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα, [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θηκ</i>-<i>ίον</i>, <i>τεκν</i>-<i>ίον</i>). Βλ. κ. [[ιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιστιοδρομώ]], [[ιστιορράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστιοκώπη]], [[ιστιόκωπος]], [[ιστιοπετής]], [[ιστιοποιούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ιστιοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιστιοδέτης]], [[ιστιοδρομία]], [[ιστιοθέτηση]], [[ιστιοθετώ]], [[ιστιοθήκη]], [[ιστιοκεραία]], [[ιστιοκύτταρο]], <i>ιστιόπανο</i>, [[ιστιοπλοΐα]], [[ιστιοπλόος]], [[ιστιοπλοώ]], <i>ιστιοποιείο</i>, <i>ιστιοποιία</i>, [[ιστιοποιός]], [[ιστιόρραμμα]], [[ιστιορραφίδα]], [[ιστιορραφώ]], [[ιστιόστιγμα]], [[ιστιοτευθίς]], [[ιστιούχος]], [[ιστιοφορία]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱστίον]])<br />(υποκορ. του [[ιστός]]) το [[πανί]] που δένεται [[κατάλληλα]] στο [[κατάρτι]] πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια [[δύναμη]] του σκάφους, [[πανί]] του καραβιού, [[άρμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα, [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. [[θηκίον]], [[τεκνίον]]). Βλ. κ. [[ιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιστιοδρομώ]], [[ιστιορράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστιοκώπη]], [[ιστιόκωπος]], [[ιστιοπετής]], [[ιστιοποιούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ιστιοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιστιοδέτης]], [[ιστιοδρομία]], [[ιστιοθέτηση]], [[ιστιοθετώ]], [[ιστιοθήκη]], [[ιστιοκεραία]], [[ιστιοκύτταρο]], <i>ιστιόπανο</i>, [[ιστιοπλοΐα]], [[ιστιοπλόος]], [[ιστιοπλοώ]], <i>ιστιοποιείο</i>, <i>ιστιοποιία</i>, [[ιστιοποιός]], [[ιστιόρραμμα]], [[ιστιορραφίδα]], [[ιστιορραφώ]], [[ιστιόστιγμα]], [[ιστιοτευθίς]], [[ιστιούχος]], [[ιστιοφορία]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱστίον)
(υποκορ. του ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη του σκάφους, πανί του καραβιού, άρμενο
αρχ.
ύφασμα, κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. θηκίον, τεκνίον). Βλ. κ. ιστός.
ΣΥΝΘ. ιστιοδρομώ, ιστιορράφος
αρχ.
ιστιοκώπη, ιστιόκωπος, ιστιοπετής, ιστιοποιούμαι
μσν.- νεοελλ.
ιστιοφόρος
νεοελλ.
ιστιοδέτης, ιστιοδρομία, ιστιοθέτηση, ιστιοθετώ, ιστιοθήκη, ιστιοκεραία, ιστιοκύτταρο, ιστιόπανο, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλόος, ιστιοπλοώ, ιστιοποιείο, ιστιοποιία, ιστιοποιός, ιστιόρραμμα, ιστιορραφίδα, ιστιορραφώ, ιστιόστιγμα, ιστιοτευθίς, ιστιούχος, ιστιοφορία].