ίυγξ: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰύζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>γξ</i>, -<i>γγος</i> το οποίο εμφανίζεται [[συχνά]] σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων ([[πρβλ]]. [[πῶυγξ]], [[σάλπιγξ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 19 May 2023
Greek Monolingual
ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυγξ, σάλπιγξ)].