Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(19)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakrozo
|Transliteration C=katakrozo
|Beta Code=katakrw/zw
|Beta Code=katakrw/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">croak at, croak down</b>, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1020</span>.</span>
|Definition=[[croak at]], [[croak down]], like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1020.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρώζω]]), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρώζω]]), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ [[μετὰ]] γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=croasser contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρώζω]].
|btext=croasser contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρώζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρώζω krassen (van kraaien).
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρώζω:''' (о галках) преследовать своим криком (τινά Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακρώζω]] (Α)<br />[[κράζω]] επανειλημμένα σαν [[κοράκι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[ενοχλώ]] κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρώζω]] «[[κράζω]], [[κραυγάζω]]»].
|mltxt=[[κατακρώζω]] (Α)<br />[[κράζω]] επανειλημμένα σαν [[κοράκι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[ενοχλώ]] κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρώζω]] «[[κράζω]], [[κραυγάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρώζω:''' [[κρώζω]], [[καταβάλλω]], [[ενοχλώ]] με άναρθρους ή βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[croak]] at, [[croak]] [[down]], like jackdaws, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρώζω Medium diacritics: κατακρώζω Low diacritics: κατακρώζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΩΖΩ
Transliteration A: katakrṓzō Transliteration B: katakrōzō Transliteration C: katakrozo Beta Code: katakrw/zw

English (LSJ)

croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.

French (Bailly abrégé)

croasser contre, acc..
Étymologie: κατά, κρώζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρώζω krassen (van kraaien).

Russian (Dvoretsky)

κατακρώζω: (о галках) преследовать своим криком (τινά Arph.).

Greek Monolingual

κατακρώζω (Α)
κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»].

Greek Monotonic

κατακρώζω: κρώζω, καταβάλλω, ενοχλώ με άναρθρους ή βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.

Middle Liddell

to croak at, croak down, like jackdaws, Ar.