κατάκλιση: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(19)
 
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατάκλισις]]) [[κατακλίνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλάγιασμα]] ατόμου ή πράγματος, η [[τοποθέτηση]] σε πλαγιαστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> η [[θέση]] που παίρνει [[κάποιος]] για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[πλάγιασμα]] του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για [[επισκευή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκύνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παρακαθήσει [[κάποιος]] σε [[γεύμα]] («πολλοῡ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[κλινήρης]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ωροσκόπιο]] που λαμβάνεται [[κατά]] την ώρα που ο [[ασθενής]] βρίσκεται [[κλινήρης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[κατάκλισις]] τοῡ γάμου» — η [[ευωχία]] [[κατά]] τον πανηγυρισμό ενός γάμου.
|mltxt=η (AM [[κατάκλισις]]) [[κατακλίνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλάγιασμα]] ατόμου ή πράγματος, η [[τοποθέτηση]] σε πλαγιαστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> η [[θέση]] που παίρνει [[κάποιος]] για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[πλάγιασμα]] του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για [[επισκευή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκύνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παρακαθήσει [[κάποιος]] σε [[γεύμα]] («πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[κλινήρης]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ωροσκόπιο]] που λαμβάνεται [[κατά]] την ώρα που ο [[ασθενής]] βρίσκεται [[κλινήρης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[κατάκλισις]] τοῦ γάμου» — η [[ευωχία]] [[κατά]] τον πανηγυρισμό ενός γάμου.
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 8 April 2022

Greek Monolingual

η (AM κατάκλισις) κατακλίνω
1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση
2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί
νεοελλ.
ναυτ. το πλάγιασμα του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή
μσν.
προσκύνηση
αρχ.
1. το να παρακαθήσει κάποιος σε γεύμα («πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», Πλάτ.)
2. το να βρίσκεται κάποιος κλινήρης
3. αστρολ. ωροσκόπιο που λαμβάνεται κατά την ώρα που ο ασθενής βρίσκεται κλινήρης
5. φρ. «ἡ κατάκλισις τοῦ γάμου» — η ευωχία κατά τον πανηγυρισμό ενός γάμου.