κουτάλι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(21)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κουτάλι]] και κουτάλιν)<br />επιτραπέζιο και μαγειρικό [[σκεύος]], με [[κοιλότητα]] στο ένα [[άκρο]] του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, [[κοχλιάριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[περιεχόμενο]] του σκεύους [[αυτού]] ως [[μέτρο]], όσο χωρεί το [[κουτάλι]] («έβαλα δύο κουτάλια [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε τα γράμματα με το [[κουτάλι]]» — [[είναι]] πολύ διαβασμένος<br />β) «έχει φάει το [[κουτόχορτο]] με το [[κουτάλι]]» — [[είναι]] πολύ [[κουτός]]<br />γ) «του κρεμάσανε το [[κουτάλι]]» — έφθασε στο [[γεύμα]] [[μετά]] την [[έναρξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωτάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κώταλις]] «[[κουτάλα]]») με [[κώφωση]] (-<i>ω</i>- &GT; -<i>ου</i>-)<br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. <i>κυτάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του <i>κύταλον</i> «[[κόρα]] ψωμιού») <span style="color: red;"><</span> [[κύταρον]] <span style="color: red;"><</span> [[κύτος]] «[[κοίλωμα]], [[καθετί]] [[κοίλο]]»].
|mltxt=το (Μ [[κουτάλι]] και κουτάλιν)<br />επιτραπέζιο και μαγειρικό [[σκεύος]], με [[κοιλότητα]] στο ένα [[άκρο]] του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, [[κοχλιάριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[περιεχόμενο]] του σκεύους [[αυτού]] ως [[μέτρο]], όσο χωρεί το [[κουτάλι]] («έβαλα δύο κουτάλια [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε τα γράμματα με το [[κουτάλι]]» — [[είναι]] πολύ διαβασμένος<br />β) «έχει φάει το [[κουτόχορτο]] με το [[κουτάλι]]» — [[είναι]] πολύ [[κουτός]]<br />γ) «του κρεμάσανε το [[κουτάλι]]» — έφθασε στο [[γεύμα]] [[μετά]] την [[έναρξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωτάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κώταλις]] «[[κουτάλα]]») με [[κώφωση]] (-<i>ω</i>- > -<i>ου</i>-)<br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. <i>κυτάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του <i>κύταλον</i> «[[κόρα]] ψωμιού») <span style="color: red;"><</span> [[κύταρον]] <span style="color: red;"><</span> [[κύτος]] «[[κοίλωμα]], [[καθετί]] [[κοίλο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

το (Μ κουτάλι και κουτάλιν)
επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο
νεοελλ.
1. το περιεχόμενο του σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια ζάχαρη στον καφέ σου»)
2. φρ. α) «έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι» — είναι πολύ διαβασμένος
β) «έχει φάει το κουτόχορτο με το κουτάλι» — είναι πολύ κουτός
γ) «του κρεμάσανε το κουτάλι» — έφθασε στο γεύμα μετά την έναρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωτάλ-ιον (υποκορ. του κώταλις «κουτάλα») με κώφωση (-ω- > -ου-)
κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. κυτάλ-ιον (υποκορ. του κύταλον «κόρα ψωμιού») < κύταρον < κύτος «κοίλωμα, καθετί κοίλο»].