χαιτήεις: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chaitieis | |Transliteration C=chaitieis | ||
|Beta Code=xaith/eis | |Beta Code=xaith/eis | ||
|Definition=Dor. χαιτάεις, εσσα, εν, < | |Definition=Dor. [[χαιτάεις]], εσσα, εν,<br><span class="bld">A</span> [[with long flowing hair]], [[epithet]] of [[Apollo]], Pi. ''P.''9.5, cf. ''AP''6.234 (Eryc.).<br><span class="bld">2</span> [[with a long mane]], of the horse, Phoc.3, A.R.2.1237; of bears, [[shaggy]], Opp.''H.''5.38.<br><span class="bld">3</span> of plants, [[thick-leaved]], καλάμινθος Nic.''Th.''60; cf. [[χαιτέεις]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1326.png Seite 1326]] ήεσσα, ῆεν, mit langem, flatterndem Haare; Beiwort des Apollo, Pind. P. 9, 5; [[Γάλλος]] Eryci. 2 (VI, 234); u. in sp. Prosa, wie Luc. Zeux. 5 Cynic. 14, mit langen Mähnen; auch vom Bären, zottig, Opp. Cyn. 5, 38; von Pflanzen, καλάμινθον χαιτήεσσαν Nic. Th. 60. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> [[à la longue chevelure]];<br /><b>2</b> [[à la longue crinière]];<br /><b>3</b> [[aux longs poils]] ; aux longues feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[χαίτη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαιτήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[χαιτάεις]] (τᾱ) длиннокудрый (Λατοΐδας Pind.; [[Γάλλος]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαιτήεις''': Δωρ. χαιτάεις, εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰν καὶ κυματίζουσαν κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 9. 5, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 6. 234. 2) ὁ ἔχων μακρὰν χαίτην, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Φωκυλίδης 3· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄρκτων = [[δασύς]], [[λάσιος]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 38. 3) ἐπὶ φυτῶν, [[πυκνόφυλλος]], Νικ. Θηρ. 60· πρβλ. [[χαιτέεις]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. [[χαιτέης]], -εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[κόμη]] που κυματίζει (α. «ὁ [[χαιτάεις]]... Λατοΐδας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[Γάλλος]] ὁ [[χαιτάεις]], ὁ [[νεήτομος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που έχει [[μακριά]] [[χαίτη]]<br /><b>3.</b> (για [[αρκούδα]]) αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]]<br /><b>4.</b> (για [[φυτό]]) [[πυκνόφυλλος]], [[φουντωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i>(<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαιτήεις:''' Δωρ. [[χαιτάεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει [[μακριά]] λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χαιτήεις]], δοριξ χαιτάεις, εσσα, εν<br />with [[long]] [[flowing]] [[hair]], Pind., Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. χαιτάεις, εσσα, εν,
A with long flowing hair, epithet of Apollo, Pi. P.9.5, cf. AP6.234 (Eryc.).
2 with a long mane, of the horse, Phoc.3, A.R.2.1237; of bears, shaggy, Opp.H.5.38.
3 of plants, thick-leaved, καλάμινθος Nic.Th.60; cf. χαιτέεις.
German (Pape)
[Seite 1326] ήεσσα, ῆεν, mit langem, flatterndem Haare; Beiwort des Apollo, Pind. P. 9, 5; Γάλλος Eryci. 2 (VI, 234); u. in sp. Prosa, wie Luc. Zeux. 5 Cynic. 14, mit langen Mähnen; auch vom Bären, zottig, Opp. Cyn. 5, 38; von Pflanzen, καλάμινθον χαιτήεσσαν Nic. Th. 60.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 à la longue chevelure;
2 à la longue crinière;
3 aux longs poils ; aux longues feuilles.
Étymologie: χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
χαιτήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. χαιτάεις (τᾱ) длиннокудрый (Λατοΐδας Pind.; Γάλλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰν καὶ κυματίζουσαν κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 9. 5, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 6. 234. 2) ὁ ἔχων μακρὰν χαίτην, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Φωκυλίδης 3· ὡσαύτως ἐπὶ ἄρκτων = δασύς, λάσιος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 38. 3) ἐπὶ φυτῶν, πυκνόφυλλος, Νικ. Θηρ. 60· πρβλ. χαιτέεις.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, -εσσα, -εν, Α
1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ.
β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ. Παλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μακριά χαίτη
3. (για αρκούδα) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα
4. (για φυτό) πυκνόφυλλος, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ήεις(βλ. λ. -όεις)].
Greek Monotonic
χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ.
Middle Liddell
χαιτήεις, δοριξ χαιτάεις, εσσα, εν
with long flowing hair, Pind., Anth.