λησίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lisimvrotos
|Transliteration C=lisimvrotos
|Beta Code=lhsi/mbrotos
|Beta Code=lhsi/mbrotos
|Definition=ον, (λήθω, βροτός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taking men unawares, cheat, thief</b>, h.Merc.339.</span>
|Definition=λησίμβροτον, ([[λήθω]], [[βροτός]]) [[taking men unawares]], [[cheat]], [[thief]], h.Merc.339.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui trompe les mortels]], [[trompeur]], [[voleur]].<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]], [[βροτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λησίμβροτος:''' ὁ [[обманщик]], [[мошенник]], [[вор]] HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui trompe les mortels, trompeur, voleur.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]], [[βροτός]].
|mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, [[πρβλ]]. [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[θελξίμβροτος]], [[τερψίμβροτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λησίμβροτος:''' -ον ([[λήθω]], [[βροτός]]), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, [[κλέφτης]], [[απατεώνας]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mdlsjtxt=λησί-μβροτος, ον [[λήθω]], [[βροτός]]<br />[[taking]] men unawares, a [[thief]], Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησίμβροτος Medium diacritics: λησίμβροτος Low diacritics: λησίμβροτος Capitals: ΛΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: lēsímbrotos Transliteration B: lēsimbrotos Transliteration C: lisimvrotos Beta Code: lhsi/mbrotos

English (LSJ)

λησίμβροτον, (λήθω, βροτός) taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

λησίμβροτος:обманщик, мошенник, вор HH.

Greek (Liddell-Scott)

λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.

Greek Monolingual

λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

λησίμβροτος: -ον (λήθω, βροτός), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, κλέφτης, απατεώνας, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

λησί-μβροτος, ον λήθω, βροτός
taking men unawares, a thief, Hhymn.