Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χέρνιβον: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(13)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chernivon
|Transliteration C=chernivon
|Beta Code=xe/rnibon
|Beta Code=xe/rnibon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χερνιβεῖον]], <span class="bibl">Il.24.304</span>, <span class="title">IG</span>11(2).144<span class="title">A</span>32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.23</span>.</span>
|Definition=τό, = [[χερνιβεῖον]] ([[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the [[hand]]s, [[basin]]), Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη [[χέρνιβον]] [[ἀμφίπολος]] πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. [[χέρνιψ]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[bassin pour se laver les mains]].<br />'''Étymologie:''' [[χέρνιψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χέρνῐβον:''' τό [[сосуд для омовения рук]] Hom.
}}
{{ls
|lstext='''χέρνῐβον''': τό, ἀντὶ τοῦ [[χερνιβεῖον]] ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· [[ἔνθα]] ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· [[οὕτως]] ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[χείρ]], [[νίπτω]]): [[wash]]-[[basin]], Il. 24.304†.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[δοχείο]], [[λεκάνη]] για το [[πλύσιμο]] τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη [[ἀμφίπολος]] πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐζήτει εἰ τὸ [[χέρνιβον]] εἴρηται [[καθάπερ]] ἡμεῖς λέγομεν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>, [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -<i>ον</i>. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. <i>keniqa</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χέρνῐβον:''' τό, [[δοχείο]] με [[νερό]] για το [[πλύσιμο]] των χεριών, [[λεκάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χέρ-νῐβον, ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the hands, a [[basin]], Il. [from [[χερνίπτομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρνῐβον Medium diacritics: χέρνιβον Low diacritics: χέρνιβον Capitals: ΧΕΡΝΙΒΟΝ
Transliteration A: chérnibon Transliteration B: chernibon Transliteration C: chernivon Beta Code: xe/rnibon

English (LSJ)

τό, = χερνιβεῖον (vessel for water to wash the hands, basin), Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.

German (Pape)

[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bassin pour se laver les mains.
Étymologie: χέρνιψ.

Russian (Dvoretsky)

χέρνῐβον: τό сосуд для омовения рук Hom.

Greek (Liddell-Scott)

χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.

English (Autenrieth)

(χείρ, νίπτω): wash-basin, Il. 24.304†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῖς λέγομεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, -ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. keniqa].

Greek Monotonic

χέρνῐβον: τό, δοχείο με νερό για το πλύσιμο των χεριών, λεκάνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χέρ-νῐβον, ου, τό,
a vessel for water to wash the hands, a basin, Il. [from χερνίπτομαι