μικροψυχία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikropsychia
|Transliteration C=mikropsychia
|Beta Code=mikroyuxi/a
|Beta Code=mikroyuxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">littleness of soul, meanness of spirit</b>, <span class="bibl">Isoc.5.79</span>, <span class="bibl">D.18.279</span>,<span class="bibl">19.193</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1125a33</span>, <span class="bibl">Men. <span class="title">Georg.Fr.</span>3</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>9.11.4</span>, Longin.4.7.</span>
|Definition=ἡ, [[littleness of soul]], [[meanness of spirit]], Isoc.5.79, D.18.279,19.193, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1125a33, Men. ''Georg.Fr.''3, Cic.''Att.''9.11.4, Longin.4.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ [[ταπεινότης]], Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ [[ταπεινότης]], Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d'âme <i>ou</i> [[de caractère]], [[bassesse de sentiments]].<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μικροψῡχία:''' ἡ [[низменный образ мыслей]], [[пошлость]] или [[малодушие]] (μ. καὶ [[ταπεινότης]] Arst.; μ. καὶ [[ἀσθένεια]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκροψῡχία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[μικρόψυχος]], τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν [[φρόνημα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μεγαλοψυχία]], Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, [[φιλονεικία]], Ἐκκλ.
|lstext='''μῑκροψῡχία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[μικρόψυχος]], τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν [[φρόνημα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μεγαλοψυχία]], Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, [[φιλονεικία]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d’âme <i>ou</i> de caractère, bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μικροψυχιά, η (ΑΜ [[μικροψυχία]]) [[μικρόψυχος]]<br />[[μικρότητα]] ψυχής, [[ποταπότητα]] φρονήματος, [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλλειψη]] ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, [[ολιγοψυχία]], [[λιποψυχία]], [[δειλία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απογοήτευση]], [[αποκαρδίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλονικία]] για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.
|mltxt=και μικροψυχιά, η (ΑΜ [[μικροψυχία]]) [[μικρόψυχος]]<br />[[μικρότητα]] ψυχής, [[ποταπότητα]] φρονήματος, [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλλειψη]] ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, [[ολιγοψυχία]], [[λιποψυχία]], [[δειλία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απογοήτευση]], [[αποκαρδίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλονικία]] για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑκροψυχία:''' ἡ, [[μικροψυχία]], το αδύναμο [[φρόνημα]], σε Δημ., Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑκροψῡχία, ἡ,<br />[[littleness]] of [[soul]], [[meanness]] of [[spirit]], Dem., Arist. [from μῑκρόψῡχος]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[narrow-mindedness]], [[narrowmindedness]], [[small-mindedness]]
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροψῡχία Medium diacritics: μικροψυχία Low diacritics: μικροψυχία Capitals: ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: mikropsychía Transliteration B: mikropsychia Transliteration C: mikropsychia Beta Code: mikroyuxi/a

English (LSJ)

ἡ, littleness of soul, meanness of spirit, Isoc.5.79, D.18.279,19.193, Arist.EN1125a33, Men. Georg.Fr.3, Cic.Att.9.11.4, Longin.4.7.

German (Pape)

[Seite 185] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ ταπεινότης, Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
petitesse d'âme ou de caractère, bassesse de sentiments.
Étymologie: μικρόψυχος.

Russian (Dvoretsky)

μικροψῡχία:низменный образ мыслей, пошлость или малодушие (μ. καὶ ταπεινότης Arst.; μ. καὶ ἀσθένεια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροψῡχία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μικρόψυχος, τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν φρόνημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοψυχία, Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, φιλονεικία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) μικρόψυχος
μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια
νεοελλ.-μσν.
έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία
μσν.
απογοήτευση, αποκαρδίωση
αρχ.
φιλονικία για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.

Greek Monotonic

μῑκροψυχία: ἡ, μικροψυχία, το αδύναμο φρόνημα, σε Δημ., Αριστ.

Middle Liddell

μῑκροψῡχία, ἡ,
littleness of soul, meanness of spirit, Dem., Arist. [from μῑκρόψῡχος]

English (Woodhouse)

narrow-mindedness, narrowmindedness, small-mindedness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)