μυρτίδανον: Difference between revisions
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(26) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrtidanon | |Transliteration C=myrtidanon | ||
|Beta Code=murti/danon | |Beta Code=murti/danon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[a myrtle-like plant]], Hp.''Mul.''1.34.<br><span class="bld">II</span> [[warty excrescence on the stem of the myrtle]], like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.''HN''23.164.<br><span class="bld">III</span> [[seed of the Persian pepper-tree]], Hp.''Mul.''2.205, Gal.19.106.<br><span class="bld">2</span> an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[sorte de plante semblable au myrte]];<br /><b>2</b> [[excroissance parasite sur l'écorce du myrte]];<br /><b>3</b> [[fruit du poivrier]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρτίδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν [[μύρτον]], Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. [[ἐπίφυσις]] [[ἀνώμαλος]] καὶ [[ὀχθώδης]] περὶ τὸ τῆς μυρσίνης [[πρέμνον]], Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ [[κόκκος]] τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. | |lstext='''μυρτίδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν [[μύρτον]], Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. [[ἐπίφυσις]] [[ἀνώμαλος]] καὶ [[ὀχθώδης]] περὶ τὸ τῆς μυρσίνης [[πρέμνον]], Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ [[κόκκος]] τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15· [[ὡσαύτως]], ἕτερός τις [[καρπὸς]] Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυρτίδανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] παρεμφερές με τη [[μυρτιά]]<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως [[πιπέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] ( | |mltxt=[[μυρτίδανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] παρεμφερές με τη [[μυρτιά]]<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως [[πιπέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] ([[πρβλ]]. [[ερευθέδανον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A a myrtle-like plant, Hp.Mul.1.34.
II warty excrescence on the stem of the myrtle, like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.HN23.164.
III seed of the Persian pepper-tree, Hp.Mul.2.205, Gal.19.106.
2 an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. l.c.
German (Pape)
[Seite 222] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sorte de plante semblable au myrte;
2 excroissance parasite sur l'écorce du myrte;
3 fruit du poivrier.
Étymologie: μύρτος.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίδᾰνον: τό, φυτόν τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν μύρτον, Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. ἐπίφυσις ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον, Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ κόκκος τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15· ὡσαύτως, ἕτερός τις καρπὸς Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5.
Greek Monolingual
μυρτίδανον, τὸ (Α)
1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά
2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς
3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. ερευθέδανον)].