ολόκληρος: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ολόκληρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, [[άρτιος]], [[πλήρης]], [[συνολικός]], [[ακέραιος]] («εἰς μακρὸν [[γῆρας]] ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη [[περιουσία]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. στον εν.) [[σύμπας]], [[άπας]], όλος («ολόκληρη η [[πόλη]] καταστράφηκε με τον σεισμό»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ολόκληρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, [[άρτιος]], [[πλήρης]], [[συνολικός]], [[ακέραιος]] («εἰς μακρὸν [[γῆρας]] ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη [[περιουσία]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. στον εν.) [[σύμπας]], [[άπας]], όλος («ολόκληρη η [[πόλη]] καταστράφηκε με τον σεισμό»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ολόκληρο]]<br /><b>μουσ.</b> η μεγαλύτερη ρυθμική [[αξία]] στη σύγχρονη ευρωπαϊκή [[μουσική]] που ισούται με 4 τέταρτα ή δύο ημίση. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολοκλήρως]] (ΑΜ ὁλοκλήρως)<br />εντελώς, καθ' ολοκληρίαν, ολοσχερώς, [[ολωσδιόλου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (Ι), [[πρβλ]]. [[πολύκληρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ολόκληρος, -ον)
1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.)
2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη περιουσία»)
3. φρ. «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς
νεοελλ.
1. (συν. στον εν.) σύμπας, άπας, όλος («ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε με τον σεισμό»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ολόκληρο
μουσ. η μεγαλύτερη ρυθμική αξία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική που ισούται με 4 τέταρτα ή δύο ημίση.
επίρρ...
ολοκλήρως (ΑΜ ὁλοκλήρως)
εντελώς, καθ' ολοκληρίαν, ολοσχερώς, ολωσδιόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κλῆρος (Ι), πρβλ. πολύκληρος].