ἀπαλείφω: Difference between revisions

(3)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apaleifo
|Transliteration C=apaleifo
|Beta Code=a)palei/fw
|Beta Code=a)palei/fw
|Definition=pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπαλήλιφα <span class="bibl">D.52.29</span>:—<b class="b2">wipe off, expunge</b>, esp. from a record or register, <span class="bibl">Id.45.44</span>; ἀ. ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνη <span class="bibl">Id.58.50</span>; <b class="b3">ἀ. τι τῶν δεδογμένων</b> <b class="b2">cancel</b> it, <span class="bibl">Aeschin.2.160</span>; <b class="b3">. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν</b> <b class="b2">embezzle</b> part of the deposits, <span class="bibl">D.52.27</span>:—Med., <b class="b2">erase</b>, <span class="bibl">Themist.<span class="title">Ep.</span> 8</span>:—Pass., <b class="b2">to be erased</b>, POxy.34i14 (i A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάκρυον ἀπαλείφει μητρός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>39</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. ἀπαλήλιφα D.52.29:—[[wipe off]], [[expunge]], esp. from a record or register, Id.45.44; ἀ. ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνη Id.58.50; <b class="b3">ἀ. τι τῶν δεδογμένων</b> [[cancel]] it, Aeschin.2.160; <b class="b3">ἀ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν</b> [[embezzle]] part of the deposits, D.52.27:—Med., [[erase]], Themist.''Ep.'' 8:—Pass., to [[be erased]], POxy.34i14 (i A.D.).<br><span class="bld">2</span> metaph., μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάκρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.''Alex.''39.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. ἀπαλήλιφα D.52.29]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[borrar]] esp. de un documento ταῦτα ... ἃ νῦν οὐ φήσει μεμαρτυρηκέναι D.45.44, ἀ. ... ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνῃ borrar de la deuda lo que vaya pagando</i> D.58.50, τὰ καταβαλλόμενα χρήματα Arist.<i>Fr</i>.440, letras, A.D.<i>Synt</i>.28.21, τὰ ψηφισθέντα D.C.59.3.6, νόμους D.C.47.15.3, τί τῶν δεδογμένων περὶ τῆς εἰρήνης Aeschin.2.160<br /><b class="num"></b>en v. pas. εἴ που ἀπαλήλειπται ἢ ἐπιγέγραπταί τι <i>POxy</i>.34.1.14 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. τὰ μέντοι μετὰ τοῦτο ... ἀπαλειψάμενος Themist.<i>Ep</i>.8<br /><b class="num"></b>abs. [[borrar un registro]] ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν D.52.27.<br /><b class="num">2</b> fig. [[borrar]] μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάχρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.<i>Alex</i>.39.<br /><b class="num">II</b> [[frotar]], [[ungir]] μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν <i>PMag</i>.8.109 (IV d.C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] abwischen, auslöschen, von der Schrift, Dem. 45, 44; ἀπαληλιφέναι 52, 29, [[varia lectio|v.l.]] ἀπηλειφέναι; Plut.
}}
{{bailly
|btext=[[essuyer]], [[effacer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλείφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰλείφω:''' [[вытирать]], [[стирать]], [[вычеркивать]] (τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος Dem.; τι τῶν δεδογμένων περί τινος Aeschin.; τὰς δέλτους Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαλείφω''': μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀπαλήλιφα Δημ. 1243. 29: ‒ [[ἐξαλείφω]], ἰδίως ἀπὸ ἐπισήμου καταλόγου ἢ γραμματείου, τότ᾿ οὖν αὐτὸν ἔδει ταῦτ᾿ ἀπαλείφειν κελεύειν ὁ αὐτ. 1115. 5· ἀπ. τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος, ἀπαλλάσσειν, ὁ αὐτ. 1338. 8· ἀπ. τι, ἐξαλείφειν, διαγράφειν, Αἰσχίν. 49, 36· ἀπ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν, ὑφαιρεῖσθαι, κλέπτειν [[μέρος]] τῶν παρακατατεθειμένων, Δημ. 1243. 17, πρβλ. 29. ‒ Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαλειπτέον, πρέπει τις νὰ ἐξαλείψῃ νὰ διαγράψῃ, Μ. Ἀντων. 11. 19· ‒ καὶ ἐπίθ. -πτικός, ή, όν, [[ἐξαλειπτικός]], Ἐκκλ: -ψις, εως, ἡ, [[ἐξάλειψις]], Ἀθανάσ.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀπαλείφω]])<br /><b>1.</b> [[εξαλείφω]], [[σβήνω]], [[διαγράφω]]<br /><b>2.</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σβήνω]], [[διαγράφω]] [[κάτι]] από [[επίσημο]] κατάλογο<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]]<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], σφετερίζομαι [[μέρος]] από τις καταθέσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-αλήλῐφα</i>· [[σβήνω]], [[εξαλείφω]], [[ιδίως]] από [[επίσημο]] κατάλογο, σε Δημ.· [[ἀπαλείφω]] τι, [[παραγράφω]], [[ακυρώνω]] [[κάτι]], σε Αισχίν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[wipe]] off, [[expunge]] from a [[register]], Dem.; ἀπ. τι to [[cancel]] it, Aeschin.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[frotar]], [[ungir]] ἐὰν δὲ χρηματίσῃ σοι, ῥοδίνῳ μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν <b class="b3">si profetiza para ti, frota tu mano con aceite de rosas</b> P VIII 109
}}
{{trml
|trtx====[[anoint]]===
Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: [[zalven]]; Finnish: voidella; French: [[oindre]], [[enduire]], [[étaler]], [[étendre]]; Galician: unxir, untar; German: [[ölen]], [[schmieren]], [[einreiben]]; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: [[χρίω]], [[μυρώνω]], [[επαλείφω]]; Ancient Greek: [[ἀλείφειν]], [[ἀλείφω]], [[ἀλίνω]], [[ἀπαλείφω]], [[διαχρίω]], [[ἐγχρίω]], [[εἰσαλείφω]], [[ἐκμυρίζω]], [[ἐναλείφω]], [[ἐπαλείφειν]], [[ἐπαλείφω]], [[ἐπιχρίω]], [[παραλείφειν]], [[παραλείφω]], [[χρίειν]]; Hebrew: ⁧מָשַׁח⁩; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: [[ungere]]; Ladin: onjer, onje; Latin: [[ungo]]; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: ⁧اندودن⁩; Portuguese: [[ungir]], [[untar]], [[olear]]; Quechua: hawiy; Russian: [[смазывать]], [[смазать]]; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: [[ungir]]; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

English (LSJ)

A pf. ἀπαλήλιφα D.52.29:—wipe off, expunge, esp. from a record or register, Id.45.44; ἀ. ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνη Id.58.50; ἀ. τι τῶν δεδογμένων cancel it, Aeschin.2.160; ἀ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν embezzle part of the deposits, D.52.27:—Med., erase, Themist.Ep. 8:—Pass., to be erased, POxy.34i14 (i A.D.).
2 metaph., μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάκρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.Alex.39.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀπαλήλιφα D.52.29]
I 1borrar esp. de un documento ταῦτα ... ἃ νῦν οὐ φήσει μεμαρτυρηκέναι D.45.44, ἀ. ... ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνῃ borrar de la deuda lo que vaya pagando D.58.50, τὰ καταβαλλόμενα χρήματα Arist.Fr.440, letras, A.D.Synt.28.21, τὰ ψηφισθέντα D.C.59.3.6, νόμους D.C.47.15.3, τί τῶν δεδογμένων περὶ τῆς εἰρήνης Aeschin.2.160
en v. pas. εἴ που ἀπαλήλειπται ἢ ἐπιγέγραπταί τι POxy.34.1.14 (II d.C.)
en v. med. τὰ μέντοι μετὰ τοῦτο ... ἀπαλειψάμενος Themist.Ep.8
abs. borrar un registro ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν D.52.27.
2 fig. borrar μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάχρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.Alex.39.
II frotar, ungir μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν PMag.8.109 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 276] abwischen, auslöschen, von der Schrift, Dem. 45, 44; ἀπαληλιφέναι 52, 29, v.l. ἀπηλειφέναι; Plut.

French (Bailly abrégé)

essuyer, effacer.
Étymologie: ἀπό, ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰλείφω: вытирать, стирать, вычеркивать (τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος Dem.; τι τῶν δεδογμένων περί τινος Aeschin.; τὰς δέλτους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλείφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀπαλήλιφα Δημ. 1243. 29: ‒ ἐξαλείφω, ἰδίως ἀπὸ ἐπισήμου καταλόγου ἢ γραμματείου, τότ᾿ οὖν αὐτὸν ἔδει ταῦτ᾿ ἀπαλείφειν κελεύειν ὁ αὐτ. 1115. 5· ἀπ. τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος, ἀπαλλάσσειν, ὁ αὐτ. 1338. 8· ἀπ. τι, ἐξαλείφειν, διαγράφειν, Αἰσχίν. 49, 36· ἀπ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν, ὑφαιρεῖσθαι, κλέπτειν μέρος τῶν παρακατατεθειμένων, Δημ. 1243. 17, πρβλ. 29. ‒ Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαλειπτέον, πρέπει τις νὰ ἐξαλείψῃ νὰ διαγράψῃ, Μ. Ἀντων. 11. 19· ‒ καὶ ἐπίθ. -πτικός, ή, όν, ἐξαλειπτικός, Ἐκκλ: -ψις, εως, ἡ, ἐξάλειψις, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

ἀπαλείφω)
1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω
2. καταργώ, ακυρώνω κάτι
αρχ.
1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο
2. απαλλάσσω
3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις.

Greek Monotonic

ἀπᾰλείφω: μέλ. -ψω, παρακ. -αλήλῐφα· σβήνω, εξαλείφω, ιδίως από επίσημο κατάλογο, σε Δημ.· ἀπαλείφω τι, παραγράφω, ακυρώνω κάτι, σε Αισχίν.

Middle Liddell

to wipe off, expunge from a register, Dem.; ἀπ. τι to cancel it, Aeschin.

Léxico de magia

frotar, ungir ἐὰν δὲ χρηματίσῃ σοι, ῥοδίνῳ μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν si profetiza para ti, frota tu mano con aceite de rosas P VIII 109

Translations

anoint

Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: ⁧מָשַׁח⁩; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: ⁧اندودن⁩; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати