ἐναλείφω

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναλείφω Medium diacritics: ἐναλείφω Low diacritics: εναλείφω Capitals: ΕΝΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: enaleíphō Transliteration B: enaleiphō Transliteration C: enaleifo Beta Code: e)nalei/fw

English (LSJ)

A anoint with, τί τινι Id.Morb.2.36; ὀφθαλμοί ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι Pl.R. 420c:—Med., anoint onself, AP11.112 (Nicarch.); ἐ. τάς ῥῖνας one's nose, Alex. 190; τὴν κόμην φαρμάκῳ Plu.2.771b; τὼ ὀφθαλμώ Hld.7.14.
II paint within outlines, ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς Χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA743b24: generally, Χύδην ἐ. Id.Po. 1450b1:—Pass., τὸ ἐναλειφθέν coat of stucco, interpol.in Id.GA726b27.

Spanish (DGE)

• Morfología: [med. part. ἐναληλιμμένοι Pl.R.420c]
I 1untar, ungir, aplicar sobre el cuerpo un ungüento o materia pingüe:
a) gener., c. ac. de partes del cuerpo y dat. de la sustancia aplicada τοὺς πόδας ... ἐναλείφειν μύροις Ath.553a, cf. Str.15.1.29, Synes.Calu.21, τὸ σῶμα ... μέλιτι Ant.Lib.11.7, en v. pas. c. suj. de la parte del cuerpo ὀφθαλμοὶ ... ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι Pl.l.c., c. suj. del ungüento y dat. de la parte del cuerpo ὁ κηρὸς ... τοῖς ὠσὶ Polyaen.1.proem.10, c. suj. de la pers. ungida ἐγὼ ... ἐναλειψάμενος ὑπ' αὐτοῦ Hom.Clem.20.17, c. ac. de rel. ἐναλειψόμενος τὼ ὀφθαλμώ Hld.7.14.3;
b) medic. (τὰ ἕλκεα) τῷ φαρμάκῳ τούτῳ ἐνάλειφε Hp.Mul.1.64, cf. D.H.20.5, Orib.Syn.8.34.2, Hippiatr.11.40, τῷ χρίσματι ... ῥάκος Hp.Morb.2.36, en v. pas. ἐναλειφέσθω τὸ στόμα τῶν μητρέων χηνείῳ στέατι Hp.Mul.1.37, cf. Aët.6.28, c. ac. del ungüento κανθαρίδων χυλὸν ἐναλείφων Archig. en Gal.12.801, cf. Aët.7.31, (τοῦτο) ἐς ῥάκος ἐναλείψας Hp.Fist.10, en v. pas. τῆς σποδοῦ ὀθονίῳ ἐνηλειμμένης Sor. en Gal.12.417, cf. Gal.12.428, c. doble ac. βούτυρον ... ἐνάλειφε τὸν δεδηγμένον τόπον Apollon. en Philum.Ven.23.3.
2 en v. med., refl., untarse, ungirse c. ac. y dat. μύροις ἐναλείφεται τὰς ῥῖνας Alex.195.2 (var. en Ath.46a), φάρμακον ᾧ τὴν κώμην αἱ γυναῖκες ἐναλειφόμεναι ποιοῦσι χρυσοειδῆ Plu.2.771b, sólo c. ac. τοὺς ὀφθαλμοὺς D.C.79.14.4
abs. aplicarse un ungüento πρίν σ' ἐναλείψασθαι AP 11.112 (Lucill.)
fig. ungirse como los atletas, e.e. prepararse εἰς ἀνδρείαν ... τῇ σοφίᾳ ... ἐνηλείφετο Ath.Al.M.28.1037A.
II pintar, colorear la figura después de haber dibujado su contorno οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA 743b24, χρώματι πορφυρέῳ ... τοῦ παιδὸς τὰς γνάθους Ath.604a, ἐν πίνακι λελευκωμένῳ σκιὰς ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἐναλείψας (la pintura fué descubierta por Cratón) el que coloreó en una tabla blanqueada los esbozos de un hombre y una mujer Athenag.Leg.17, en v. pas. ὅταν ἀποπέσῃ τὸ ἐναλειφθὲν τοῦ κονιάματος cuando se caiga la capa de cal Arist.GA 726b27.

German (Pape)

[Seite 826] (s. ἀλείφω), darauf streichen, einsalben, Hippocr.; ὀφθαλμοὶ ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι Plat. Rep. IV, 420 c; μήλῃ τινά Ep. ad. 95 (XI, 126); a. Sp. Auch med., ἐναλείφεται τὰς ῥῖνας Alexis Ath. II, 46 a; Lucill. 38 (XI, 112).

French (Bailly abrégé)

f. ἐναλείψω, part. pf. Pass. ἐναληλιμμένος;
enduire, oindre ; Pass. être enduit;
Moy. ἐναλείφομαι enduire sur soi ou pour soi : τὴν κόμην PLUT se parfumer les cheveux.
Étymologie: ἐν, ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰλείφω:
1 намазывать, натирать, умащивать (med. τὴν κόμην φαρμάκῳ τινί Plut.);
2 подкрашивать (ὀφθαλμοὶ ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι Plat.);
3 раскрашивать, расписывать (τοῖς χρώμασί τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω μέ τι, ἐγχρίω, Ἱππ. 472. 30 κ. ἀλλ.˙ ὀφθαλμοὶ ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι Πλάτ. Πολ. 420C. -Μέσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, Ἀνθ. Π. 11. 112˙ ἐναλείφειν τὰς ῥῖνας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 5˙ τὴν κόμην Πλούτ. 2. 771˙ τὼ ὀφθαλμὼ Ἡλιόδ. 7. 14. ΙΙ. χρωματίζω ἐντὸς ἰχνογραφημένου σχεδίου, ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 29, πρβλ. 1. 19, 8, Ποιητ. 6. 20.

Greek Monolingual

ἐναλείφω (Α)
1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.)
2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν
η επάλειψη, το επίστρωμα κονιάματος.

Greek Monotonic

ἐνᾰλείφω: μέλ. -ψω, Παθ. παρακ. -αλήλιμμαι· αλείφω, επιχρίω με αλοιφή, πασαλείφω, με δοτ., σε Πλάτ. — Μέσ., αλείφομαι, χρίομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω perf. pass. -αλήλιμμαι
to anoint with ointment, c. dat., Plat.:—Mid. to anoint oneself, Anth.

Translations

anoint

Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: ⁧מָשַׁח⁩; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: ⁧اندودن⁩; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати