ὁπλοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(29)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oplothiki
|Transliteration C=oplothiki
|Beta Code=o(ploqh/kh
|Beta Code=o(ploqh/kh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">armoury</b>, <span class="title">SIG</span>253<span class="title">T</span>9 (Delph., iv B. C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>32.27</span>, <span class="bibl">D.S.17.79</span>, <span class="bibl">Str.4.1.5</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.4.1</span> (pl.), Plu.2.159e (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Sull.</span>14</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>6.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">shield-case</b>. <span class="title">OGI</span>339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[armoury]], ''SIG''253''T''9 (Delph., iv B. C.), [[LXX]] ''2 Ch.''32.27, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.79, Str.4.1.5, J.''BJ''2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), ''Sull.''14, Ael.''VH''6.12.<br><span class="bld">2</span> [[shield-case]]. ''OGI''339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[dépôt d'armes]], [[arsenal]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]], [[θήκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπλοθήκη:''' ἡ [[склад оружия]], [[арсенал]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλοθήκη''': ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.
|lstext='''ὁπλοθήκη''': ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />dépôt d’armes, arsenal.<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]], [[θήκη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁπλοθήκη]])<br />[[χώρος]] ειδικά διαμορφωμένος για την [[τοποθέτηση]] και τη [[φύλαξη]] τών όπλων, [[οπλοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προθήκη]] στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας<br /><b>2.</b> [[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] κυνηγετικού, [[μέσα]] στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />[[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] ασπίδας.
|mltxt=η (Α [[ὁπλοθήκη]])<br />[[χώρος]] ειδικά διαμορφωμένος για την [[τοποθέτηση]] και τη [[φύλαξη]] τών όπλων, [[οπλοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προθήκη]] στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας<br /><b>2.</b> [[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] κυνηγετικού, [[μέσα]] στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />[[θήκη]] όπλου, [[ιδίως]] ασπίδας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλοθήκη:''' ἡ, [[οπλοστάσιο]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁπλο-[[θήκη]], ἡ,<br />an armoury, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοθήκη Medium diacritics: ὁπλοθήκη Low diacritics: οπλοθήκη Capitals: ΟΠΛΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hoplothḗkē Transliteration B: hoplothēkē Transliteration C: oplothiki Beta Code: o(ploqh/kh

English (LSJ)

ἡ,
A armoury, SIG253T9 (Delph., iv B. C.), LXX 2 Ch.32.27, D.S.17.79, Str.4.1.5, J.BJ2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), Sull.14, Ael.VH6.12.
2 shield-case. OGI339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt d'armes, arsenal.
Étymologie: ὅπλον, θήκη.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλοθήκη:склад оружия, арсенал Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.

Greek Monolingual

η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.

Greek Monotonic

ὁπλοθήκη: ἡ, οπλοστάσιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὁπλο-θήκη, ἡ,
an armoury, Plut.