ὡριαῖος: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oriaios | |Transliteration C=oriaios | ||
|Beta Code=w(riai=os | |Beta Code=w(riai=os | ||
|Definition=α, ον, ( | |Definition=α, ον, ([[ὥρα]](c) A.11) [[an hour long]], διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.''M.''5.63, Ptol.''Geog.''1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] eine Stunde lang, [[διάστημα]] Ptolem. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο [[διάλειμμα]]» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωριαία [[γωνία]]»<br /><b>αστρον.</b> η [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται [[ανάμεσα]] στον [[ουράνιο]] μεσημβρινό ενός παρατηρητή, [[δηλαδή]] τον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από το [[κεφάλι]] του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, [[δηλαδή]] οποιονδήποτε άλλον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, [[πάνω]] στον οποίο βρίσκεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />β) «[[ωριαίος]] [[κύκλος]]»<br /><b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κάθετος]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ισημερινό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωριαίως</i> και <i>ωριαία</i> Ν<br />ανά μία ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαῖος]])]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὡριαῖος''': -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων [[διάστημα]] μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡριαῖος:''' [[ὥρα]] 8] часовой (διαστήματα Sext.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (ὥρα(c) A.11) an hour long, διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.M.5.63, Ptol.Geog.1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4.
German (Pape)
[Seite 1414] eine Stunde lang, διάστημα Ptolem.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)
2. φρ. α) «ωριαία γωνία»
αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται ανάμεσα στον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή, δηλαδή τον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από το κεφάλι του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, δηλαδή οποιονδήποτε άλλον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα
β) «ωριαίος κύκλος»
αστρον. κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο οποίος είναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό.
επίρρ...
ωριαίως και ωριαία Ν
ανά μία ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].
Greek (Liddell-Scott)
ὡριαῖος: -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων διάστημα μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63.
Russian (Dvoretsky)
ὡριαῖος: ὥρα 8] часовой (διαστήματα Sext.).