πιστώνω: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(32) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν | |mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῖς ὅρκοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω την [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> [[πιστοποιώ]], [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], [[εγγυώμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιστοῦμαι</i>, -<i>οομαι</i><br />(για συμβαλλομένους) [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις («χεῖρός τ' [[ἀλλήλων]] λαβέτην καὶ πιστώσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> καθίσταμαι, [[γίνομαι]] [[αξιόπιστος]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]] ή [[βεβαίωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι [[απέναντι]] σε κάποιον με όρκο<br />β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — [[εξασφαλίζω]] την [[εντιμότητα]] ή την [[ειλικρίνεια]] κάποιου με όρκο<br />γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
πιστῶ, -όω, ΝΑ πιστός
νεοελλ.
1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή του προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον
2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την επιχείρηση που ενεργεί την πίστωση
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῖς ὅρκοις», Θουκ.)
2. έχω την πεποίθηση, πιστεύω
3. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κάτι, εγγυώμαι για κάτι
4. μέσ. πιστοῦμαι, -οομαι
(για συμβαλλομένους) ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις («χεῖρός τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. καθίσταμαι, γίνομαι αξιόπιστος, παρέχω εγγύηση ή βεβαίωση
6. φρ. α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι απέναντι σε κάποιον με όρκο
β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — εξασφαλίζω την εντιμότητα ή την ειλικρίνεια κάποιου με όρκο
γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω πεποίθηση, πιστεύω σε κάτι.