πλεόνασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleonasma
|Transliteration C=pleonasma
|Beta Code=pleo/nasma
|Beta Code=pleo/nasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">superfluity</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>31.32</span>; opp. <b class="b3">ἔνδεια</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>133.14</span>, cf. Gal.16.417; opp. <b class="b3">τὸ ὁλόκληρον</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>59.7</span>; <b class="b2">surplus</b> of production, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>78.7</span> (ii B. C.), <span class="bibl">81.27</span> (pl., ii B. C.); π. γῆς <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> i 97</span> (ii B. C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>344</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[superfluity]], [[LXX]] ''Nu.''31.32; opp. [[ἔνδεια]], A.D.''Synt.''133.14, cf. Gal.16.417; opp. <b class="b3">τὸ ὁλόκληρον</b>, A.D.''Pron.''59.7; [[surplus]] of production, ''PTeb.''78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς ''Ostr.Bodl.'' i 97 (ii B. C.), cf. ''PTeb.''344 (ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, Ueberfluß, Oft-, Vielthun, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεόνασμα Medium diacritics: πλεόνασμα Low diacritics: πλεόνασμα Capitals: ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ
Transliteration A: pleónasma Transliteration B: pleonasma Transliteration C: pleonasma Beta Code: pleo/nasma

English (LSJ)

-ατος, τό, superfluity, LXX Nu.31.32; opp. ἔνδεια, A.D.Synt.133.14, cf. Gal.16.417; opp. τὸ ὁλόκληρον, A.D.Pron.59.7; surplus of production, PTeb.78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς Ostr.Bodl. i 97 (ii B. C.), cf. PTeb.344 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 630] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πλεόνασμα: τό, περίσσευμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλεονάζω
1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών»)
2. περίσσευμα παραγωγής
νεοελλ.
1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε
2. φρ. α) «πλεόνασμα αποθήκης»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα τών καταμετρηθέντων στην αποθήκη εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων κατά την ίδια χρονική στιγμή
β) «πλεόνασμα ταμείου»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία τα μετρητά του ταμείου είναι περισσότερα από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στο βιβλίο ταμείου
γ) «πλεόνασμα προϋπολογισμού» — η υπερτέρηση τών εσόδων επί τών δαπανών
δ) «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου» — η υπερτέρηση της αξίας εξαγωγών προς την αξία εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο
αρχ.
μεγάλη αφθονία.