ῥηχός: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ῥηχός | |||
|Medium diacritics=ῥηχός | |||
|Low diacritics=ρηχός | |||
|Capitals=ΡΗΧΟΣ | |||
|Transliteration A=rhēchós | |||
|Transliteration B=rhēchos | |||
|Transliteration C=richos | |||
|Beta Code=r(hxo/s | |||
|Definition=Ionic for [[ῥαχός]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt [[ῥάχος]], Her. 7, 142. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt [[ῥάχος]], Her. 7, 142. | ||
Line 6: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[αβαθής]] («ρηχή [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιπόλαιος]], [[επιφανειακός]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ρηχά</i><br />τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το [[βάθος]] δεν υπερβαίνει το [[μέσο]] [[ανάστημα]] του ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ιων. [[ῥηχός]] του <i>ῥᾱχός</i> «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], αγκαθωτά χαμόκλαδα» (<b>βλ.</b> και λ. [[ράχη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 31 January 2021
English (LSJ)
Ionic for ῥαχός.
German (Pape)
[Seite 841] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt ῥάχος, Her. 7, 142.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ῥάχος.
Greek Monolingual
(I)
(ῥηχός) ὁ, Α
ιων. τ. βλ. ῥαχός.
(II)
-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν
1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα»)
2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά
τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το βάθος δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα του ανθρώπου
4. φρ. «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιων. ῥηχός του ῥᾱχός «ακανθώδης θάμνος, αγκαθωτά χαμόκλαδα» (βλ. και λ. ράχη)].