σαύνιον: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(36) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saynion | |Transliteration C=saynion | ||
|Beta Code=sau/nion | |Beta Code=sau/nion | ||
|Definition=or σαυνίον, τό, < | |Definition=or [[σαυνίον]], τό,<br><span class="bld">A</span> [[javelin]], Men.508, Str.15.1.66, 15.3.18, [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.27, D.H.4.17, prob. in ''IG''22.1641.55.<br><span class="bld">II</span> [[membrum virile]], Cratin.443. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] od. σαυνίον, τό, wie [[ἀκόντιον]], 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] od. σαυνίον, τό, wie [[ἀκόντιον]], 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[javelot]];<br /><b>2</b> [[verge de l'homme]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d'origine inconnue. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαύνιον:''' и σαυνίον τό метательное копье, дротик (у ряда негреческих народов) Men., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | |lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σαυνίον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ακόντιο]], [[ιδίως]] βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με κωμ. σημ.) το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης]. | |mltxt=και σαυνίον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ακόντιο]], [[ιδίως]] βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με κωμ. σημ.) το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σαύνιον:''' ή σαυνίον, τό, [[ακόντιο]] αγώνων, σε Μένανδρ., Στράβ. (Ξένη [[λέξη]]). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σαύνιον]], ορ σαυνίον, ου, τό,<br />a [[javelin]], Menand., Strab. [Foreign [[word]].] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
or σαυνίον, τό,
A javelin, Men.508, Str.15.1.66, 15.3.18, D.S.14.27, D.H.4.17, prob. in IG22.1641.55.
II membrum virile, Cratin.443.
German (Pape)
[Seite 865] od. σαυνίον, τό, wie ἀκόντιον, 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 javelot;
2 verge de l'homme.
Étymologie: DELG emprunt d'origine inconnue.
Russian (Dvoretsky)
σαύνιον: и σαυνίον τό метательное копье, дротик (у ряда негреческих народов) Men., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
σαύνιον: ἢ σαυνίον, τό, ἀκόντιον, Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ τύπος Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς γνήσιος Ἑλληνικὸς τύπος (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. χώρα), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· ἀκόντιον βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ».
Greek Monolingual
και σαυνίον, τὸ, Α
1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», Στράβ.)
2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].
Greek Monotonic
σαύνιον: ή σαυνίον, τό, ακόντιο αγώνων, σε Μένανδρ., Στράβ. (Ξένη λέξη).
Middle Liddell
σαύνιον, ορ σαυνίον, ου, τό,
a javelin, Menand., Strab. [Foreign word.]