συνεγκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(39)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synegklino
|Transliteration C=synegklino
|Beta Code=sunegkli/nw
|Beta Code=sunegkli/nw
|Definition=[ῑ], in Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">collapse completely</b>, <span class="bibl">D.S.3.26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">write as an enclitic</b>, Sch.<span class="bibl">Th.1.11</span>: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, <b class="b2">enclitic</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">1.551</span>, cf. <span class="title">AB</span>1142.</span>
|Definition=[ῑ], in Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[collapse completely]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.26.<br><span class="bld">II</span> Act., [[write as an enclitic]], Sch.Th.1.11: hence [[συνεγκλιτικός]], ή, όν, [[enclitic]], Hdn.Gr.1.551, cf. ''AB''1142.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεγκλίνω:''' (ῑ) Diod. [[varia lectio|v.l.]] = [[συνεκκλίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] ἢ [[κάμπτω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], ἴδε [[συνεκκλίνω]]. ΙΙ. [[γράφω]] [[ὁμοῦ]] ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
|lstext='''συνεγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] ἢ [[κάμπτω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], ἴδε [[συνεκκλίνω]]. ΙΙ. [[γράφω]] [[ὁμοῦ]] ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγκλίνω Medium diacritics: συνεγκλίνω Low diacritics: συνεγκλίνω Capitals: ΣΥΝΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synenklínō Transliteration B: synenklinō Transliteration C: synegklino Beta Code: sunegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass.,
A collapse completely, D.S.3.26.
II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλιτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.

German (Pape)

[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.

Russian (Dvoretsky)

συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v.l. = συνεκκλίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνωκάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.

Greek Monolingual

Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].