ὑπηνήτης: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(43) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypinitis | |Transliteration C=ypinitis | ||
|Beta Code=u(phnh/ths | |Beta Code=u(phnh/ths | ||
|Definition= | |Definition=ὑπηνήτου, ὁ, [[one that is just getting a beard]] (cf. [[ὑπήνη]]), <b class="b3">πρῶτον ὑ.</b> a youth [[with his]] first [[beard]], Il.24.348, Od.10.279, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 309b (quoting Homer), Him.''Ecl.''13.24, al.; <b class="b3">Ἑρμῆς ὑ.</b>, opp. <b class="b3">Ζεὺς γενειήτης</b>, Luc. ''Sacr.''11: generally, [[bearded]], τράγος ''AP''6.32 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον [[ὑπηνήτης]] Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον [[ὑπηνήτης]] Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[barbu]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπήνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπηνήτης:''' ου adj. m бородатый Plat., Luc., Anth.: [[πρῶτον]] ὑ. Hom. с первым пушком на щеках. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431 | |lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπηνήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που [[μόλις]] βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, [[γενειοφόρος]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑπηνήτης]], ου, ὁ,<br />one that is [[just]] getting a [[beard]], with one's [[first]] [[beard]], Hom., Plat.:—[[generally]] [[bearded]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπηνήτου, ὁ, one that is just getting a beard (cf. ὑπήνη), πρῶτον ὑ. a youth with his first beard, Il.24.348, Od.10.279, cf. Pl.Prt. 309b (quoting Homer), Him.Ecl.13.24, al.; Ἑρμῆς ὑ., opp. Ζεὺς γενειήτης, Luc. Sacr.11: generally, bearded, τράγος AP6.32 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1206] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον ὑπηνήτης Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
barbu.
Étymologie: ὑπήνη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηνήτης: ου adj. m бородатый Plat., Luc., Anth.: πρῶτον ὑ. Hom. с первым пушком на щеках.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. ὑπήνη), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· Ἑρμῆς ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ζεὺς γενειήτης, Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. καθόλου πωγωνοφόρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τράγος. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν τρίχα εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.
English (Autenrieth)
(ὑπήνη, under part of the face): with a beard; πρῶτον, ‘getting his first beard,’ Od. 10.279 and Il. 24.348.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. εκείνος που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει γένεια, πωγωνοφόρος («ὑπηνήτην τράγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
ὑπηνήτης: -ου, ὁ, αυτός που μόλις βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, γενειοφόρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑπηνήτης, ου, ὁ,
one that is just getting a beard, with one's first beard, Hom., Plat.:—generally bearded, Anth.