τρυγῳδία: Difference between revisions
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(42) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=trygōdia | |Transliteration B=trygōdia | ||
|Transliteration C=trygodia | |Transliteration C=trygodia | ||
|Beta Code=trugw&# | |Beta Code=trugw|di/a | ||
|Definition=ἡ, Com. word (with parody on | |Definition=ἡ, Com. word (with [[parody]] on [[τραγῳδία]]) for [[κωμῳδία]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with [[lees]] ([[τρύξ]]) or because new [[wine]] was given as a [[prize]], cf. Sch.adloc., Anon.''Proll.Com.'' in ''CGF''p.7 K., etc.; or because [[comedy]] was acted at the season of [[vintage]] ([[τρύγη]]), Ath. 2.40b). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[κωμῳδία]], Ar. <i>Ach</i>. 473, 474. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῠγῳδία:''' ἡ Arph. = [[κωμῳδία]] (см. [[τρυγῳδός]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[τρυγῳδός]]<br />κωμική λ. [[αντί]] της λ. [[κωμῳδία]] ή [[επειδή]] οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με [[τρυγία]] ή [[επειδή]] νέο, αδιήθητο [[κρασί]], δινόταν ως [[βραβείο]] στους νικητές ή, [[τέλος]], [[επειδή]] οι παραστάσεις γίνονταν την [[εποχή]] του τρύγου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῠγῳδία:''' ἡ, = [[κωμῳδία]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγῳδία''': ἡ, = [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296. | |lstext='''τρῠγῳδία''': ἡ, = [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=τρῠγῳδία, ἡ, = [[κωμῳδία]], Ar.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie.
German (Pape)
ἡ, = κωμῳδία, Ar. Ach. 473, 474.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγῳδία: ἡ Arph. = κωμῳδία (см. τρυγῳδός).
Greek Monolingual
ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.
Greek Monotonic
τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.
Middle Liddell
τρῠγῳδία, ἡ, = κωμῳδία, Ar.]