ἀποπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopascho
|Transliteration C=apopascho
|Beta Code=a)popa/sxw
|Beta Code=a)popa/sxw
|Definition=opp. <b class="b3">πάσχω</b>, a Stoic term, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reject an impression</b>, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.28.3</span>.</span>
|Definition=opp. [[πάσχω]], a Stoic term, [[reject an impression]], ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.''Epict.''1.28.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[rechazar una impresión]], [[dejar de sentir]] ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.<i>Epict</i>.1.28.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0318.png Seite 318]] (s. [[πάσχω]]), bei den Stoikern als <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πάσχω]], sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαθε, ὅτι [[ἡμέρα]] ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπάσχω''': ἀντίθ. τῷ [[πάσχω]], Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι [[ἡμέρα]] ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν [[εἶναι]] [[ἡμέρα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποπάσχω]] (Α)<br />(όρος των Στωικών) [[απορρίπτω]], [[αποβάλλω]] μια [[εντύπωση]], [[φαντάζομαι]] ότι δεν υπάρχει [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπάσχω Medium diacritics: ἀποπάσχω Low diacritics: αποπάσχω Capitals: ΑΠΟΠΑΣΧΩ
Transliteration A: apopáschō Transliteration B: apopaschō Transliteration C: apopascho Beta Code: a)popa/sxw

English (LSJ)

opp. πάσχω, a Stoic term, reject an impression, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3.

Spanish (DGE)

rechazar una impresión, dejar de sentir ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.Epict.1.28.3.

German (Pape)

[Seite 318] (s. πάσχω), bei den Stoikern als Gegensatz von πάσχω, sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαθε, ὅτι ἡμέρα ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάσχω: ἀντίθ. τῷ πάσχω, Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν εἶναι ἡμέρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.

Greek Monolingual

ἀποπάσχω (Α)
(όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι.