άφαντος: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαφανίστηκε<br /><b>2.</b> [[αφανής]], [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἄφαντα</i><br />[[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαφανίστηκε<br /><b>2.</b> [[αφανής]], [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἄφαντα</i><br />[[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])<br /><b>πρβλ.</b> [[νυκτίφαντος]], [[τηλέφαντος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφαντος, -ον)
1. αυτός που εξαφανίστηκε
2. αφανής, αόρατος
3. αφανής, άσημος
νεοελλ.
1. απρεπής, αταίριαστος
2. ανόητος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. ασαφής, σκοτεινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα
μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φαντος < φαν-, εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)
πρβλ. νυκτίφαντος, τηλέφαντος.