ἀμφίσβαινα: Difference between revisions
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfisvaina | |Transliteration C=amfisvaina | ||
|Beta Code=a)mfi/sbaina | |Beta Code=a)mfi/sbaina | ||
|Definition=ης, ἡ, (βαίνω) kind of < | |Definition=ης, ἡ, ([[βαίνω]]) kind of<br><span class="bld">A</span> [[serpent]], [[supposed to go either forwards or backwards]], A.''Ag.''1233, Ar.''Fr.''18 D.; <b class="b3">ἀ. ἀμφίκρηνος, δίστομος</b>, Nic.''Th.''372, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.146.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀ. φλέβες</b> veins connecting the breast and generative organs, Pall.''in Hp.''2.103D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμφίσμαινα]] Hsch.; ἀμφισφαίνη <i>POxy</i>.2221.2.9, 14, 15<br /><b class="num">1</b> [[anfisbena]], [[serpiente fabulosa]] con otra cabeza en lugar de cola, A.<i>A</i>.1233, Ar.<i>Fr</i>.439A., Nic.<i>Th</i>.372, Nonn.<i>D</i>.5.146, Androm.27, Luc.<i>Dips</i>.3, Lucan.9.719, Plin.<i>HN</i> 30.85.<br /><b class="num">2</b> ἀ. φλέβες las venas que van por las piernas hasta los órganos genitales</i> Pall.<i>in Hp</i>.2.103. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann ([[ἑκατέρωθεν]] βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann ([[ἑκατέρωθεν]] βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />amphisbène, <i>sorte de serpent qui s'avance ou recule à volonté</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφίς]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίσβαινα:''' ἡ [[амфисбена]] (змея, которая могла, якобы, двигаться то вперед, то назад) Aesch., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίσβαινα''': -ης, -ἡ, (βαίνω) [[εἶδος]] ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ [[πρός]] τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[εἶδος]] ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ [[ταύτῃ]] [[πολλάκις]] τὴν πορείαν ποιούμενον, [[ὥστε]] τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.» | |lstext='''ἀμφίσβαινα''': -ης, -ἡ, (βαίνω) [[εἶδος]] ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ [[πρός]] τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[εἶδος]] ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ [[ταύτῃ]] [[πολλάκις]] τὴν πορείαν ποιούμενον, [[ὥστε]] τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.» | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίσβαινα:''' -ης, ἡ ([[βαίνω]]), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί [[είτε]] [[μπροστά]] [[είτε]] [[πίσω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀμφίσβαινα:''' -ης, ἡ ([[βαίνω]]), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί [[είτε]] [[μπροστά]] [[είτε]] [[πίσω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[βαίνω]]<br />a [[kind]] of [[serpent]], that can go [[either]] forwards or [[backwards]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ης, ἡ, (βαίνω) kind of
A serpent, supposed to go either forwards or backwards, A.Ag.1233, Ar.Fr.18 D.; ἀ. ἀμφίκρηνος, δίστομος, Nic.Th.372, Nonn. D. 5.146.
II ἀ. φλέβες veins connecting the breast and generative organs, Pall.in Hp.2.103D.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμφίσμαινα Hsch.; ἀμφισφαίνη POxy.2221.2.9, 14, 15
1 anfisbena, serpiente fabulosa con otra cabeza en lugar de cola, A.A.1233, Ar.Fr.439A., Nic.Th.372, Nonn.D.5.146, Androm.27, Luc.Dips.3, Lucan.9.719, Plin.HN 30.85.
2 ἀ. φλέβες las venas que van por las piernas hasta los órganos genitales Pall.in Hp.2.103.
German (Pape)
[Seite 143] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann (ἑκατέρωθεν βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
amphisbène, sorte de serpent qui s'avance ou recule à volonté.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίσβαινα: ἡ амфисбена (змея, которая могла, якобы, двигаться то вперед, то назад) Aesch., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίσβαινα: -ης, -ἡ, (βαίνω) εἶδος ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ πρός τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ ταύτῃ πολλάκις τὴν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»
Greek Monolingual
ἀμφίσβαινα, η (Α)
1. είδος ερπετού που θεωρείται ότι έρπει ή προς τα εμπρός ή προς τα πίσω
2. (στον πληθ. ως επίθ.) αἱ ἀμφίσβαιναι
οι φλέβες που συνδέουν το στέρνο με τα γεννητικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία ερπετού του οποίου η κεφαλή και η ουρά έμοιαζαν και έδινε την εντύπωση πως μπορούσε να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις, και εμπρός και πίσω. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τα στοιχεία ἀμφὶς + βαίνω + -αινα (κατάλ. θηλ. ονομ. ζώων μύραινα, δράκαινα κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ἀμφίσβαινα: -ης, ἡ (βαίνω), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί είτε μπροστά είτε πίσω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
βαίνω
a kind of serpent, that can go either forwards or backwards, Aesch.