Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυλοδέψης: Difference between revisions

From LSJ
(6)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skylodepsis
|Transliteration C=skylodepsis
|Beta Code=skulode/yhs
|Beta Code=skulode/yhs
|Definition=ου, ὁ, (δέφω, δέψω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tanner of hides</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>490</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ec.</span>420</span>.</span>
|Definition=σκυλοδέψου, ὁ, ([[δέφω]], [[δέψω]]) [[tanner of hides]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''490, ''Ec.''420.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] ὁ, der [[Ledergerber]], Ar. Av. 490 Eccl. 420.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[corroyeur]].<br />'''Étymologie:''' [[σκύλος]], [[δέψω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυλοδέψης -ου, ὁ &#91;[[σκύλος]], [[δέψω]]] [[leerlooier]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠλοδέψης:''' ου ὁ [[дубильщик]], [[кожевник]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλοδέψης''': -ου, ὁ, ([[δέφω]], δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, [[βυρσοδέψης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε [[σκυλαδέψης]], -ος, Ἡσύχ.
|lstext='''σκῠλοδέψης''': -ου, ὁ, ([[δέφω]], δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, [[βυρσοδέψης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε [[σκυλαδέψης]], -ος, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />corroyeur.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλος]], [[δέψω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυλοδέσφης]], ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]] («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' [[ἔργον]], χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] (τὸ) «[[δέρμα]] ζώου» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέσφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]] «[[κατεργάζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
|mltxt=και [[σκυλοδέσφης]], ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]] («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' [[ἔργον]], χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] (τὸ) «[[δέρμα]] ζώου» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέσφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]] «[[κατεργάζομαι]]»), [[πρβλ]]. [[βυρσοδέψης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῠλοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, <i>ὁ</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''σκῠλοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Αριστοφ.· ομοίως, [[σκυλόδεψος|σκῠλόδεψος]], <i>ὁ</i>, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκῠλο-δέψης, ου, ὁ, [[δέφω]], fut. [[δέψω]]<br />a [[tanner]] of hides, Ar.:—so [[σκυλόδεψος|σκῠλόδεψος]], ὁ, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλοδέψης Medium diacritics: σκυλοδέψης Low diacritics: σκυλοδέψης Capitals: ΣΚΥΛΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skylodépsēs Transliteration B: skylodepsēs Transliteration C: skylodepsis Beta Code: skulode/yhs

English (LSJ)

σκυλοδέψου, ὁ, (δέφω, δέψω) tanner of hides, Ar.Av.490, Ec.420.

German (Pape)

[Seite 907] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur.
Étymologie: σκύλος, δέψω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυλοδέψης -ου, ὁ [σκύλος, δέψω] leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

σκῠλοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ, (δέφω, δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε σκυλαδέψης, -ος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσοδέψης].

Greek Monotonic

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλόδεψος, , σε Δημ.

Middle Liddell

σκῠλο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω
a tanner of hides, Ar.:—so σκῠλόδεψος, ὁ, Dem.