σύνθηρος: Difference between revisions
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synthiros | |Transliteration C=synthiros | ||
|Beta Code=su/nqhros | |Beta Code=su/nqhros | ||
|Definition= | |Definition=σύνθηρον, [[hunting with]], τῷ Κύρῳ [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.7; <b class="b3">σ. κύνες</b> [[hunting with]] (Artemis), ''AP''9.303 (Adaeus): as [[substantive]], <b class="b3">σ. Ἀρτέμιδος</b> her [[fellowhuntress]], Apollod.3.8.2: c. gen. object., [[joining in quest of]], τῶν ἀγαθῶν φίλων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.6.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1025.png Seite 1025]] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1025.png Seite 1025]] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui chasse avec, τινι ; <i>subst.</i> (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θήρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui chasse avec, τινι ; <i>subst.</i> (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θήρα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύν-θηρος -ον [[[σύν]], [[θήρα]]] samen jagend, met dat.:; ὃς καὶ σ. ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ die ook ooit samen op jacht was geweest met Cyrus Xen. Cyr. 2.1.1; met gen. obj.. σ. τῶν ἀγαθῶν φίλων mede-jager op goede vrienden Xen. Mem. 2.6.35. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνθηρος:''' ὁ Xen., Anth., Eur., Arph., Xen. etc. = [[συνθηρατής]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθηρευτής]] (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύνθηροι κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθηρευτής]] (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύνθηροι κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σύνθηρος]]<br />ο [[σύντροφος]] στο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]]«[[θηρίο]]»), [[πρβλ]]. [[ἔνθηρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύνθηρος:''' ον ([[θήρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για [[κυνήγι]] με [[συντροφιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί [[κάτι]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σύνθηρος:''' ον ([[θήρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για [[κυνήγι]] με [[συντροφιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί [[κάτι]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύνθηρος''': -ον, ([[θήρα]]) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, [[συγκυνηγός]], Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ [[ὁμοῦ]] θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, [[σύντροφος]] ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, [[σύνθηρος]] τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύν-θηρος, ον, [[θήρα]]<br /><b class="num">1.</b> [[hunting]] with, τινι Xen.: absol. [[hunting]] in [[company]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. joining in [[quest]] of, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
σύνθηρον, hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as substantive, σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.
German (Pape)
[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chasse avec, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.
Étymologie: σύν, θήρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-θηρος -ον [σύν, θήρα] samen jagend, met dat.:; ὃς καὶ σ. ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ die ook ooit samen op jacht was geweest met Cyrus Xen. Cyr. 2.1.1; met gen. obj.. σ. τῶν ἀγαθῶν φίλων mede-jager op goede vrienden Xen. Mem. 2.6.35.
Russian (Dvoretsky)
σύνθηρος: ὁ Xen., Anth., Eur., Arph., Xen. etc. = συνθηρατής.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν.
β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθηρος
ο σύντροφος στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -θηρος (< θήρ, θηρός«θηρίο»), πρβλ. ἔνθηρος].
Greek Monotonic
σύνθηρος: ον (θήρα),
1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, τινι, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για κυνήγι με συντροφιά, σε Ανθ.
2. με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί κάτι μαζί με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.
Middle Liddell
σύν-θηρος, ον, θήρα
1. hunting with, τινι Xen.: absol. hunting in company, Anth.
2. c. gen. joining in quest of, Xen.