θυρσοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrsocharis
|Transliteration C=thyrsocharis
|Beta Code=qursoxarh/s
|Beta Code=qursoxarh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delighting in the thyrsus</b>, Inscr.Magn.215a.23, <span class="title">AP</span>3.1 (Inscr. Cyzic.).</span>
|Definition=θυρσοχαρές, [[delighting in the thyrsus]], Inscr.Magn.215a.23, ''AP''3.1 (Inscr. Cyzic.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui se plaît à porter un thyrse]].<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοχᾰρής:''' с ликованием несущий тирс(ы) ([[γόνος]], ''[[sc.]]'' Σεμέλης Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσοχᾰρής''': -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.
|lstext='''θυρσοχᾰρής''': -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se plaît à porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσοχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> «[[χαρά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[περιχαρής]].
|mltxt=[[θυρσοχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> «[[χαρά]]»), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[περιχαρής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θυρσοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />delighting in the [[thyrsus]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοχᾰρής Medium diacritics: θυρσοχαρής Low diacritics: θυρσοχαρής Capitals: ΘΥΡΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: thyrsocharḗs Transliteration B: thyrsocharēs Transliteration C: thyrsocharis Beta Code: qursoxarh/s

English (LSJ)

θυρσοχαρές, delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοχᾰρής: с ликованием несущий тирс(ы) (γόνος, sc. Σεμέλης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.

Greek Monolingual

θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.

Greek Monotonic

θυρσοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θυρσο-χᾰρής, ές χαίρω
delighting in the thyrsus, Anth.