κατωμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katomadios
|Transliteration C=katomadios
|Beta Code=katwma/dios
|Beta Code=katwma/dios
|Definition=[<b class="b3">ᾰδ], α, ον,</b> (ὦμος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">from the shoulder</b>, <b class="b3">δίσκος κ</b>. a quoit <b class="b2">thrown down from the shoulder</b>, i.e. from the upturned hand held above the shoulder, <span class="bibl">Il.23.431</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">worn</b> or <b class="b2">borne on the shoulder</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>45</span>, <span class="bibl">Mosch.<span class="title">Fr.</span>4</span>.</span>
|Definition=[ᾰδ], α, ον, ([[ὦμος]])<br><span class="bld">A</span> [[from the shoulder]], <b class="b3">δίσκος κ.</b> a quoit [[thrown down from the shoulder]], i.e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.23.431.<br><span class="bld">II</span> [[worn]] or [[borne on the shoulder]], Call.''Cer.''45, Mosch.''Fr.''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] auf, an der Schulter; [[δίσκος]] Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία [[κλείς]] Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] auf, an der Schulter; [[δίσκος]] Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία [[κλείς]] Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατωμάδιος''': ᾰ, α, ον, ([[ὦμος]]) ἀπὸ τοῦ ὤμου, [[δίσκος]] κατ., [[δίσκος]] ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς [[ὑπὲρ]] τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. [[κατωμαδόν]]. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.
|btext=α, ον :<br />du haut de l'épaule : [[κατωμάδιος]] [[δίσκος]] IL disque lancé avec force (<i>propr.</i> de l'épaule).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὦμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατωμάδιος -α -ον &#91;[[κατά]], [[ὦμος]]] [[vanaf de schouder]]:. δίσκου... κατωμαδίοιο van een discus die vanaf de schouder geworpen wordt Il. 23.431.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br />du haut de l’épaule : [[κατωμάδιος]] [[δίσκος]] IL disque lancé avec force (<i>propr.</i> de l’épaule).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὦμος]].
|elrutext='''κατωμάδιος:''' (μᾰ) брошенный с плеча, пущенный с размаху ([[δίσκος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατωμάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὦμος]]),<br /><b class="num">I.</b> από τον ώμο, [[δίσκος]] κ., [[κρίκος]] που ρίχνεται από τον ώμο, δηλ. από το αναγυρισμένο [[χέρι]] που κρατιέται πάνω από τον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. το επόμ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φοριέται ή μεταφέρεται στον ώμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''κατωμάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὦμος]]),<br /><b class="num">I.</b> από τον ώμο, [[δίσκος]] κ., [[κρίκος]] που ρίχνεται από τον ώμο, δηλ. από το αναγυρισμένο [[χέρι]] που κρατιέται πάνω από τον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. το επόμ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φοριέται ή μεταφέρεται στον ώμο, σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''κατωμάδιος''': ᾰ, α, ον, ([[ὦμος]]) ἀπὸ τοῦ ὤμου, [[δίσκος]] κατ., [[δίσκος]] ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς [[ὑπὲρ]] τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. [[κατωμαδόν]]. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰτ-ωμάδιος, η, ον [[ὦμος]]<br /><b class="num">I.</b> from the [[shoulder]], [[δίσκος]] κ. a [[quoit]] thrown from the [[shoulder]], i. e. from the upturned [[hand]] held [[above]] the [[shoulder]], Il.; cf. κατ-ωμᾰδόν<br /><b class="num">II.</b> [[worn]] or borne on the [[shoulder]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωμάδιος Medium diacritics: κατωμάδιος Low diacritics: κατωμάδιος Capitals: ΚΑΤΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: katōmádios Transliteration B: katōmadios Transliteration C: katomadios Beta Code: katwma/dios

English (LSJ)

[ᾰδ], α, ον, (ὦμος)
A from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown down from the shoulder, i.e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.23.431.
II worn or borne on the shoulder, Call.Cer.45, Mosch.Fr.4.

German (Pape)

[Seite 1406] auf, an der Schulter; δίσκος Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία κλείς Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du haut de l'épaule : κατωμάδιος δίσκος IL disque lancé avec force (propr. de l'épaule).
Étymologie: κατά, ὦμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατωμάδιος -α -ον [κατά, ὦμος] vanaf de schouder:. δίσκου... κατωμαδίοιο van een discus die vanaf de schouder geworpen wordt Il. 23.431.

Russian (Dvoretsky)

κατωμάδιος: (μᾰ) брошенный с плеча, пущенный с размаху (δίσκος Hom.).

English (Autenrieth)

(ὦμος): (down) from (over) the shoulder, of the discus so hurled, Il. 23.431†. (See cut No. 30.)

Greek Monolingual

κατωμάδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους
2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» — ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος του ώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠμ-ά-διος «αυτός που περνάει πάνω από τον ώμο»].

Greek Monotonic

κατωμάδιος: [ᾰ], -α, -ον (ὦμος),
I. από τον ώμο, δίσκος κ., κρίκος που ρίχνεται από τον ώμο, δηλ. από το αναγυρισμένο χέρι που κρατιέται πάνω από τον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. το επόμ.
II. αυτός που φοριέται ή μεταφέρεται στον ώμο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κατωμάδιος: ᾰ, α, ον, (ὦμος) ἀπὸ τοῦ ὤμου, δίσκος κατ., δίσκος ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς ὑπὲρ τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. κατωμαδόν. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.

Middle Liddell

κᾰτ-ωμάδιος, η, ον ὦμος
I. from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown from the shoulder, i. e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.; cf. κατ-ωμᾰδόν
II. worn or borne on the shoulder, Anth.