κεραυνοβρόντης: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(5) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keravnovrontis | |Transliteration C=keravnovrontis | ||
|Beta Code=keraunobro/nths | |Beta Code=keraunobro/nths | ||
|Definition= | |Definition=κεραυνοβρόντου, ὁ, [[thunderer]], Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.''Pax''376. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui tonne en foudroyant]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βροντάω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [[[κεραυνός]], [[βροντάω]]] die dondert en bliksemt ([[epithet]] van Zeus). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κεραυνοβρόντης:''' ου ὁ [[бросающий молнии]], [[поражающий громом]] ([[Ζεύς]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεραυνοβρόντης]], ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βροντή]]), | |mltxt=[[κεραυνοβρόντης]], ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βροντή]]), [[πρβλ]]. [[αστροβρόντης]], [[καρτεροβρόντης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεραυνοβρόντης:''' -ου, ὁ ([[βροντάω]]), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κεραυνοβρόντης:''' -ου, ὁ ([[βροντάω]]), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κεραυνοβρόντης''': -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. [[βροντησικέραυνος]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κεραυνο-[[βρόντης]], ου, [[βροντάω]]<br />the lightener and thunderer, Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 13 October 2024
English (LSJ)
κεραυνοβρόντου, ὁ, thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.
German (Pape)
[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt (epithet van Zeus).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).
Greek Monolingual
κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστροβρόντης, καρτεροβρόντης.
Greek Monotonic
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.
Middle Liddell
κεραυνο-βρόντης, ου, βροντάω
the lightener and thunderer, Ar.