παλίρροος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palirroos
|Transliteration C=palirroos
|Beta Code=pali/rroos
|Beta Code=pali/rroos
|Definition=ον, contr. πᾰλίρ-ρους, ρουν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">back-flowing, refluent</b>, κλύδων <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1397</span>; <b class="b2">ebbing and flowing</b>, metaph., of the breath, ἀήρ <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.398</span>; ἄσθμα <span class="bibl">Tryph.76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">recurring, returning upon one's head</b>, πότμος <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>739</span>(lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">El.</span>1155</span>(lyr.).</span>
|Definition=παλίρροον, contr. [[παλίρρους]], [[παλίρρουν]],<br><span class="bld">A</span> [[back-flowing]], [[refluent]], [[κλύδων]] E.''IT''1397; [[ebbing and flowing]], metaph., of the [[breath]], ἀήρ Opp.''H.''2.398; [[ἄσθμα]] Tryph.76.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[recurring]], [[returning upon one's head]], [[πότμος]] E.''HF''739(lyr.), cf. ''El.''1155(lyr.).
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[qui reflue]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέω]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen [[παλίρους]], <i>[[zurückflutend]]</i>; ἐς γῆν δ' [[ἔμπαλιν]] [[κλύδων]] [[παλίρρους]] [[ἦγε]] ναῦν, Eur. <i>I.T</i>. 1397; <i>hin-und zurückfließend</i>, vom [[stürmisch]] bewegten [[Meere]], auch von Ebbe und Flut, auch vom Atem, Opp. <i>Hal</i>. 2.398; übertragen, [[θεῶν]] παλ. [[πότμος]], Eur. <i>Herc.Fur</i>. 739; [[δίκα]], 1157.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρροος:''' стяж. [[παλίρρους|πᾰλίρρους]] 2<br /><b class="num">1</b> [[текущий назад]], [[обратный]] ([[κλύδων]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[неуклонно возвращающийся]], [[неминуемый]] ([[θεῶν]] [[πότμος]], [[δίκη]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίρροος''': -ον, συνῃρ. -ρους, -ρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀναρρέων, [[κλύδων]] Εὐρ. Ι. Τ. 1397· [[ὡσαύτως]] ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, [[πότμος]], [[δίκη]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.
|lstext='''πᾰλίρροος''': -ον, συνῃρ. [[παλίρρους]], [[παλίρρουν]], ὁ ῥέων πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀναρρέων, [[κλύδων]] Εὐρ. Ι. Τ. 1397· [[ὡσαύτως]] ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, [[πότμος]], [[δίκη]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui reflue.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παλίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ρουν·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], [[παλιρροϊκός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παλίνδρομος]], αυτός που επιστρέφει στην [[αρχή]], στο [[ξεκίνημα]], στον ίδ.
|lsmtext='''παλίρροος:''' -ον, συνηρ. [[παλίρρους]], [[παλίρρουν]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], [[παλιρροϊκός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παλίνδρομος]], αυτός που επιστρέφει στην [[αρχή]], στο [[ξεκίνημα]], στον ίδ.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροος Medium diacritics: παλίρροος Low diacritics: παλίρροος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: palírroos Transliteration B: palirroos Transliteration C: palirroos Beta Code: pali/rroos

English (LSJ)

παλίρροον, contr. παλίρρους, παλίρρουν,
A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76.
II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.

German (Pape)

zusammengezogen παλίρους, zurückflutend; ἐς γῆν δ' ἔμπαλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῦν, Eur. I.T. 1397; hin-und zurückfließend, vom stürmisch bewegten Meere, auch von Ebbe und Flut, auch vom Atem, Opp. Hal. 2.398; übertragen, θεῶν παλ. πότμος, Eur. Herc.Fur. 739; δίκα, 1157.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροος: стяж. πᾰλίρρους 2
1 текущий назад, обратный (κλύδων Eur.);
2 неуклонно возвращающийся, неминуемый (θεῶν πότμος, δίκη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. παλίρρους, παλίρρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.

Greek Monotonic

παλίρροος: -ον, συνηρ. παλίρρους, παλίρρουν·
I. αυτός που ρέει προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ευρ.
II. μεταφ., παλίνδρομος, αυτός που επιστρέφει στην αρχή, στο ξεκίνημα, στον ίδ.