προαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(6)
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proanalisko
|Transliteration C=proanalisko
|Beta Code=proanali/skw
|Beta Code=proanali/skw
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ώσω <span class="bibl">Th.1.141</span>: aor. <b class="b3">-ανάλωσα</b>, also -ανήλωσα <span class="title">IG</span>22.834.3:—<b class="b2">use up</b> or <b class="b2">spend before</b>, χρήματα Th. l.c.; μνᾶν ἀργυρίου <span class="bibl">D.41.11</span>; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται <span class="bibl">Lys.19.57</span>; π. ἑαυτούς <span class="bibl">D.C.59.18</span>; <b class="b3">π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς</b>, i.e. <b class="b3">πρὸ τῆς γνώσεως</b>, Plu.2.517a:—Pass., <b class="b2">throw away one's life first</b>, <span class="bibl">Th.7.81</span>; of water, <b class="b2">to be used up before</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.42</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>349b11</span>.</span>
|Definition=fut. προαναλώσω Th.1.141: aor. προανάλωσα, also προανήλωσα ''IG''22.834.3:—[[use up]] or [[spend before]], χρήματα Th. [[l.c.]]; μνᾶν ἀργυρίου D.41.11; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Lys.19.57; π. ἑαυτούς D.C.59.18; <b class="b3">π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς</b>, i.e. <b class="b3">πρὸ τῆς γνώσεως</b>, Plu.2.517a:—Pass., [[throw away one's life first]], Th.7.81; of water, to [[be used up before]], Hp.''Vict.''2.42, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''349b11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[ἀναλίσκω]]), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. [[προσαναλίσκω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[ἀναλίσκω]]), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. [[προσαναλίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προανᾱλίσκω''': μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, [[ἐξοδεύω]] πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· [[ἀργύριον]] Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.
|btext=<i>f.</i> προαναλώσω, <i>ao.</i> προανήλωσα <i>ou</i> προηνάλωσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[dépenser d'avance]] <i>ou</i> auparavant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> consumer <i>ou</i> épuiser auparavant ; <i>Pass.</i> succomber avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναλίσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αναλίσκω van tevoren verbruiken, m. n. van geld van tevoren besteden:; π. ἵνα διπλάσια κομίσωνται investeren om het dubbele eruit te halen Lys. 19.57; overdr. van pers. (zijn leven) voortijdig weggooien: pass.. φειδώ... τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναί τῳ er was een zekere zuinigheid dat niet voortijdig mensen hun leven verspeelden Thuc. 7.81.5.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> προαναλώσω, <i>ao.</i> προανήλωσα <i>ou</i> προηνάλωσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> dépenser d’avance <i>ou</i> auparavant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> consumer <i>ou</i> épuiser auparavant ; <i>Pass.</i> succomber avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναλίσκω]].
|elrutext='''προανᾱλίσκω:''' (aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать (χρήματα Thuc.; [[ἀργύριον]] Dem.): μὴ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени; π. ἑαυτόν Plut. губить себя самого.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]].
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῖ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ.
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''προανᾱλίσκω''': μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, [[ἐξοδεύω]] πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· [[ἀργύριον]] Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω aor1 -ανάλωσα<br />to use up or [[spend]] [[before]], Thuc., Dem.:—Pass. to [[throw]] [[away]] one's [[life]] [[before]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[prius consumere]]'', to [[use up first]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.141.5/ 1.141.5],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.81.5/ 7.81.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανᾱλίσκω Medium diacritics: προαναλίσκω Low diacritics: προαναλίσκω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: proanalískō Transliteration B: proanaliskō Transliteration C: proanalisko Beta Code: proanali/skw

English (LSJ)

fut. προαναλώσω Th.1.141: aor. προανάλωσα, also προανήλωσα IG22.834.3:—use up or spend before, χρήματα Th. l.c.; μνᾶν ἀργυρίου D.41.11; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Lys.19.57; π. ἑαυτούς D.C.59.18; π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς, i.e. πρὸ τῆς γνώσεως, Plu.2.517a:—Pass., throw away one's life first, Th.7.81; of water, to be used up before, Hp.Vict.2.42, Arist.Mete.349b11.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προσαναλίσκω.

French (Bailly abrégé)

f. προαναλώσω, ao. προανήλωσα ou προηνάλωσα, etc.
1 dépenser d'avance ou auparavant;
2 fig. consumer ou épuiser auparavant ; Pass. succomber avant.
Étymologie: πρό, ἀναλίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αναλίσκω van tevoren verbruiken, m. n. van geld van tevoren besteden:; π. ἵνα διπλάσια κομίσωνται investeren om het dubbele eruit te halen Lys. 19.57; overdr. van pers. (zijn leven) voortijdig weggooien: pass.. φειδώ... τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναί τῳ er was een zekere zuinigheid dat niet voortijdig mensen hun leven verspeelden Thuc. 7.81.5.

Russian (Dvoretsky)

προανᾱλίσκω: (aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать (χρήματα Thuc.; ἀργύριον Dem.): μὴ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени; π. ἑαυτόν Plut. губить себя самого.

Greek Monolingual

Α ἀναλίσκω
1. ξοδεύω εκ τών προτέρων
2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῖ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.)
3. παθ. προαναλίσκομαι
(για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν.

Greek Monotonic

προανᾱλίσκω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ -ανάλωσα· ξοδεύω ή καταναλώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., εκθέτω σε κίνδυνο την ζωή κάποιου, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προανᾱλίσκω: μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, ἐξοδεύω πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· ἀργύριον Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.

Middle Liddell

fut. ώσω aor1 -ανάλωσα
to use up or spend before, Thuc., Dem.:—Pass. to throw away one's life before, Thuc.

Lexicon Thucydideum

prius consumere, to use up first, 1.141.5,
PASS. 7.81.5.