Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠλέκρανον: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
(6)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olekranon
|Transliteration C=olekranon
|Beta Code=w)le/kranon
|Beta Code=w)le/kranon
|Definition=τό, for <b class="b3">ὠλενόκρανον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) <b class="b2">point of the elbow</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>493b27</span> (v.l. [[ὀλέκρανον]]), al.; Hp. used <b class="b3">ἀγκών</b> for <b class="b3">ὠλέκρανον</b>, acc. to <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>2.2</span>,<span class="bibl">14</span>: but <b class="b3">ὀλέκρ</b>. is found in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.61</span>. [<b class="b3">ὀλέκρανον</b> is required by the metre in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>443</span>; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.<span class="bibl">p.533</span> B.; Phot. has <b class="b3">ὠλ-</b>, but places it after <b class="b3">ὀλέκει</b>.]</span>
|Definition=τό, for [[ὠλενόκρανον]], = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) [[point of the elbow]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''493b27 ([[varia lectio|v.l.]] [[ὀλέκρανον]]), al.; Hp. used [[ἀγκών]] for [[ὠλέκρανον]], acc. to Gal. ''UP''2.2,14: but [[ὀλέκρ]]. is found in Hp.''Epid.''7.61. ([[ὀλέκρανον]] is required by the metre in Ar.''Pax''443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has <b class="b3">ὠλ-</b>, but places it after [[ὀλέκει]].)
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[la pointe du coude]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d.i. ὠλένης [[κρᾶνον]], auch ὀλενόκρανον, Ar. <i>Pax</i> 443, vgl. <i>Schol. Arat</i>. 876 und Phryn. <i>B.A</i>. 56, – <i>der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge</i> (der ἀγκῶνος [[κεφαλή]] heißt, <i>Od</i>. 14.494), Arist. <i>H.A</i>. 1.15; bei den Doriern [[κύβιτον]], [[davon]] <i>[[cubitus]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό Arst. = [[ὀλέκρανον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλέκρᾱνον''': τό, [[κυρίως]] ὠλενόκρανον = ὠλένης [[κρανίον]], ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πήχεως, ὁ [[ἀγκών]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ [[ὠλέκρανον]], κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ [[ὠλέκρανον]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ὀλέκρανον]], τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.
|lstext='''ὠλέκρᾱνον''': τό, [[κυρίως]] ὠλενόκρανον = ὠλένης [[κρανίον]], ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πήχεως, ὁ [[ἀγκών]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ [[ὠλέκρανον]], κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ [[ὠλέκρανον]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ὀλέκρανον]], τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />la pointe du coude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό, το [[σημείο]] του αγκώνα, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό, το [[σημείο]] του αγκώνα, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,<br />the [[point]] of the [[elbow]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλέκρᾱνον Medium diacritics: ὠλέκρανον Low diacritics: ωλέκρανον Capitals: ΩΛΕΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: ōlékranon Transliteration B: ōlekranon Transliteration C: olekranon Beta Code: w)le/kranon

English (LSJ)

τό, for ὠλενόκρανον, = ὠλένης κρανίον (Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. (ὀλέκρανον is required by the metre in Ar.Pax443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la pointe du coude.
Étymologie: ὠλένη, κρανίον.

German (Pape)

[ᾱ], τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d.i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 und Phryn. B.A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14.494), Arist. H.A. 1.15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.

Russian (Dvoretsky)

ὠλέκρᾱνον: τό Arst. = ὀλέκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλέκρᾱνον: τό, κυρίως ὠλενόκρανον = ὠλένης κρανίον, ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ ἄκρον τοῦ πήχεως, ὁ ἀγκών, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξις ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ ὠλέκρανον, κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ ὠλέκρανον ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀλέκρανον, τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.

Greek Monotonic

ὠλέκρᾱνον: τό, το σημείο του αγκώνα, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,
the point of the elbow, Arist.