μητίετα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitieta
|Transliteration C=mitieta
|Beta Code=mhti/eta
|Beta Code=mhti/eta
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ὁ</b>, Ep. for <b class="b3">μητιέτης</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counsellor</b>, freq. in Hom., as epith. of <b class="b3">Ζεύς</b>, <b class="b2">all-wise</b>, <span class="bibl">Il.1.175</span>, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>; acc. <b class="b3">μητιέτην</b>, of a man, <span class="title">IG</span>5 (2).156 (Tegea).]</span>
|Definition=[ῐ], ὁ, Ep. for [[μητιέτης]], [[counsellor]], freq. in Hom., as [[epithet]] of [[Ζεύς]], [[all-wise]], Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.''ND''20; acc. [[μητιέτην]], of a man, ''IG''5 (2).156 (Tegea).]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg [[μητίετα]] [[Ζεύς]], =
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg [[μητίετα]] [[Ζεύς]], =
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>touj. avec le nomin.</i> [[Ζεύς]] <i>ou le voc.</i> Ζεῦ;<br />[[prudent]], [[sage]].<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητίετᾱ:''' adj. m мудрый ([[Ζεύς]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητίετα''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, [[σύμβουλος]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], [[πάνσοφος]], κατὰ τὸν Δοιδεριλ., [[πολύβουλος]], [[ἐπινοητικός]]. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[μῆτις]]· πρβλ. ὀφιήτης, [[πολιήτης]]) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].
|lstext='''μητίετα''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, [[σύμβουλος]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], [[πάνσοφος]], κατὰ τὸν Δοιδεριλ., [[πολύβουλος]], [[ἐπινοητικός]]. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[μῆτις]]· πρβλ. ὀφιήτης, [[πολιήτης]]) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>touj. avec le nomin.</i> [[Ζεύς]] <i>ou le voc.</i> Ζεῦ;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μητίομαι]]), nom., [[for]] -της: counselling, ‘[[all]]-[[wise]],’ epith. of [[Zeus]].
|auten=([[μητίομαι]]), nom., [[for]] -της: counselling, ‘[[all]]-[[wise]],’ [[epithet]] of [[Zeus]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''μητίετα:''' ὁ ([[μῆτις]]), Επικ. αντί [[μητιέτης]], [[σύμβουλος]], ως επίθ. του [[Ζεύς]], πάνσοφε! σε Όμηρ.
|lsmtext='''μητίετα:''' ὁ ([[μῆτις]]), Επικ. αντί [[μητιέτης]], [[σύμβουλος]], ως επίθ. του [[Ζεύς]], πάνσοφε! σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μητίετᾱ:''' adj. m мудрый ([[Ζεύς]] Hom., Hes.).
|mdlsjtxt=[[μῆτις]] [epic for [[μητιέτης]],]<br />a [[counsellor]], as [[epithet]] of [[Ζεύς]], all-[[wise]]! Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης, counsellor, freq. in Hom., as epithet of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

Russian (Dvoretsky)

μητίετᾱ: adj. m мудрый (Ζεύς Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epithet of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].

Greek Monotonic

μητίετα: ὁ (μῆτις), Επικ. αντί μητιέτης, σύμβουλος, ως επίθ. του Ζεύς, πάνσοφε! σε Όμηρ.

Middle Liddell

μῆτις [epic for μητιέτης,]
a counsellor, as epithet of Ζεύς, all-wise! Hom.