κυμινοπρίστης: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyminopristis
|Transliteration C=kyminopristis
|Beta Code=kuminopri/sths
|Beta Code=kuminopri/sths
|Definition=ου, ὁ, (πρίω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cummin-splitter</b>, i.e. <b class="b2">skinflint</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1121b27</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον <span class="bibl">Alex. 251</span>.</span>
|Definition=κυμινοπρίστου, ὁ, ([[πρίω]]) [[cummin-splitter]], i.e. [[skinflint]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1121b27, Posidipp.26.12: as adjective, κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κῠμῑνοπρίστης''': -ου, ὁ, ([[πρίω]]) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ [[κύμινον]], δηλ. [[ἄνθρωπος]] εἰς [[ἄκρον]] [[φειδωλός]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]] Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ [[κυμινοκίμβιξ]], ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d'un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυμινοπρίστης -ου, ὁ &#91;[[κύμινον]], [[πρίω]]] komijnsnijder (d.w.z. vrek).
}}
{{pape
|ptext=[μῑ], ὁ, <i>[[Kümmelspalter]]</i>, d.i. <i>ein [[schmutziger]] [[Geizhals]], der nicht [[einmal]] die Kümmelkörner tanz auf den [[Tisch]] [[kommen]] läßt, Filz, [[Knicker]]</i>; Arist. <i>Eth</i>. 4.1 sagt ὠνόμασται ἀπὸ τῆς ὑπερβολῆς τοῦ μηδενὶ ἂν [[δοῦναι]], vgl. Posidipp. bei Ath. IX.877a und <i>Schol. Theocr</i>. 10.55. – Adj., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστὶ [[σοῦ]] [[πάλαι]] Alexis bei Ath. VIII.365c.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d’un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]].
|elrutext='''κῠμῑνοπρίστης:''' ου ὁ [[разрезающий]] (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κῠμῑνοπρίστης:''' -ου, ὁ ([[πρίω]]), αυτός που διασπά το [[κύμινο]], δηλ. [[φειδωλός]], τσιγγουνής, σε Αριστ.
|lsmtext='''κῠμῑνοπρίστης:''' -ου, ὁ ([[πρίω]]), αυτός που διασπά το [[κύμινο]], δηλ. [[φειδωλός]], τσιγγουνής, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠμῑνοπρίστης:''' ου ὁ разрезающий (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.
|lstext='''κῠμῑνοπρίστης''': -ου, , ([[πρίω]]) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ [[κύμινον]], δηλ. [[ἄνθρωπος]] εἰς [[ἄκρον]] [[φειδωλός]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]] Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ [[κυμινοκίμβιξ]], ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠμῑνο-[[πρίστης]], ου, [[πρίω]]<br />a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνοπρίστης Medium diacritics: κυμινοπρίστης Low diacritics: κυμινοπρίστης Capitals: ΚΥΜΙΝΟΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kyminoprístēs Transliteration B: kyminopristēs Transliteration C: kyminopristis Beta Code: kuminopri/sths

English (LSJ)

κυμινοπρίστου, ὁ, (πρίω) cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist.EN1121b27, Posidipp.26.12: as adjective, κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d'un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπρίστης -ου, ὁ [κύμινον, πρίω] komijnsnijder (d.w.z. vrek).

German (Pape)

[μῑ], ὁ, Kümmelspalter, d.i. ein schmutziger Geizhals, der nicht einmal die Kümmelkörner tanz auf den Tisch kommen läßt, Filz, Knicker; Arist. Eth. 4.1 sagt ὠνόμασται ἀπὸ τῆς ὑπερβολῆς τοῦ μηδενὶ ἂν δοῦναι, vgl. Posidipp. bei Ath. IX.877a und Schol. Theocr. 10.55. – Adj., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστὶ σοῦ πάλαι Alexis bei Ath. VIII.365c.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπρίστης: ου ὁ разрезающий (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.

Greek Monolingual

κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένοςκυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ (πρίω), αυτός που διασπά το κύμινο, δηλ. φειδωλός, τσιγγουνής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.

Middle Liddell

κῠμῑνο-πρίστης, ου, πρίω
a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.