κροκοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krokovafis
|Transliteration C=krokovafis
|Beta Code=krokobafh/s
|Beta Code=krokobafh/s
|Definition=ές, = foreg., Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.58</span>: metaph., <b class="b3">ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών</b> the <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sallow, sickly</b> blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1121</span> (lyr.).</span>
|Definition=κροκοβαφές, = [[κροκόβαπτος]] ([[saffron-dyed]], [[dyed in saffron]], [[saffron-colored]], [[saffron-coloured]]), ''Sch. Pi. N.'' 1.58 ; ''metaph'', ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the [[sallow]], [[sickly]] blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A. ''Ag.'' 1121 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint avec du safran, de couleur jaune.<br />'''Étymologie:''' [[κρόκος]], [[βάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />[[teint avec du safran]], [[de couleur jaune]].<br />'''Étymologie:''' [[κρόκος]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κροκοβαφής]], -ές)<br />[[κροκόβαπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιτρινωπός]], [[ωχρός]] («ἐπὶ δὲ καρδίαν [[κροκοβαφὴς]] δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>βαφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρνο</i>-<i>βαφής</i>, <i>κοκκο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κροκοβαφής]], -ές)<br />[[κροκόβαπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιτρινωπός]], [[ωχρός]] («ἐπὶ δὲ καρδίαν [[κροκοβαφὴς]] δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>βαφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] ([[πρβλ]]. [[καρνοβαφής]], [[κοκκοβαφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροκοβᾰφής:''' -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], στην [[καρδιά]] μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή [[σταγόνα]] του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κροκοβᾰφής:''' -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], στην [[καρδιά]] μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή [[σταγόνα]] του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κροκοβᾰφής:''' [[пожелтевший]], [[желтый]]: κ. [[σταγών]] Aesch. обесцвеченная, т. е. застывшая от ужаса, кровь.
}}
{{ls
|lstext='''κροκοβᾰφὴς''': -ές, = τῷ προηγ., Φιλόστρ. 888· ― μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], ἡ κιτρινωπὴ καὶ [[νοσώδης]] σταγὼν αἵματος οἵαν δύναται νὰ φαντασθῇ τις ὡς ἐπιρρέουσαν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἴδε ἐν λέξ. [[κρόκος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.
|elnltext=κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κροκο-βᾰφής, ές = [[κροκόβαπτος]]<br />metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]] to my [[heart]] ran the [[sallow]], [[sickly]] [[blood]]-[[drop]] (that precedes [[death]]), Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοβᾰφής Medium diacritics: κροκοβαφής Low diacritics: κροκοβαφής Capitals: ΚΡΟΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: krokobaphḗs Transliteration B: krokobaphēs Transliteration C: krokovafis Beta Code: krokobafh/s

English (LSJ)

κροκοβαφές, = κροκόβαπτος (saffron-dyed, dyed in saffron, saffron-colored, saffron-coloured), Sch. Pi. N. 1.58 ; metaph, ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A. Ag. 1121 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνοβαφής, κοκκοβαφής].

Greek Monotonic

κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κροκοβᾰφής: пожелтевший, желтый: κ. σταγών Aesch. обесцвеченная, т. е. застывшая от ужаса, кровь.

Greek (Liddell-Scott)

κροκοβᾰφὴς: -ές, = τῷ προηγ., Φιλόστρ. 888· ― μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, ἡ κιτρινωπὴ καὶ νοσώδης σταγὼν αἵματος οἵαν δύναται νὰ φαντασθῇ τις ὡς ἐπιρρέουσαν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἴδε ἐν λέξ. κρόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.

Middle Liddell

κροκο-βᾰφής, ές = κροκόβαπτος
metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών to my heart ran the sallow, sickly blood-drop (that precedes death), Aesch.