ἐπιλλίζω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(2)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epillizo
|Transliteration C=epillizo
|Beta Code=e)pilli/zw
|Beta Code=e)pilli/zw
|Definition=(ἰλλός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make signs to</b> one <b class="b2">by winking</b>, <b class="b3">οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι</b> ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες <span class="bibl">Od.18.11</span>; <b class="b2">wink roguishly</b>, h.Merc.387; <b class="b2">look</b> <b class="b2">askance</b>, <span class="bibl">A.R.1.486</span>: c. dat., <b class="b2">mock at</b>, <span class="bibl">Id.4.389</span>: c.acc.et dat., <b class="b3">τινὶ</b> κερτομίας <span class="bibl">Id.3.791</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">blink</b>, when drowsy, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>163</span>.</span>
|Definition=([[ἰλλός]])<br><span class="bld">A</span> [[make signs to]] one [[by winking]], <b class="b3">οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι</b> ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; [[wink roguishly]], h.Merc.387; [[look]] [[askance]], A.R.1.486: c. dat., [[mock at]], Id.4.389: c.acc.et dat., [[τινὶ]] κερτομίας Id.3.791.<br><span class="bld">2</span>. [[blink]], when drowsy, Nic.''Th.''163.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, [[καί]] μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, [[καί]] μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.
}}
{{bailly
|btext=[[faire signe des yeux à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰλλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλλίζω:''' [[мигать]], [[подмигивать]] (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, ''[[sc.]]'' [[Ἑρμῆς]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] [[μετὰ]] πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω [[μετὰ]] προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ.
|lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=faire signe des yeux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰλλός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἐπιλλίζω:''' μόνο στον ενεστ., κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον με το [[μάτι]], [[ανοιγοκλείνω]] το [[μάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό [[νεύμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπιλλίζω:''' μόνο στον ενεστ., κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον με το [[μάτι]], [[ανοιγοκλείνω]] το [[μάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό [[νεύμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐπιλλίζω:''' мигать, подмигивать (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. [[Ἑρμῆς]] HH).
|mdlsjtxt=to make signs to one by winking, Od.: to [[wink]] roguishly, Hhymn. only in pres.,]
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλλίζω Medium diacritics: ἐπιλλίζω Low diacritics: επιλλίζω Capitals: ΕΠΙΛΛΙΖΩ
Transliteration A: epillízō Transliteration B: epillizō Transliteration C: epillizo Beta Code: e)pilli/zw

English (LSJ)

(ἰλλός)
A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶ κερτομίας Id.3.791.
2. blink, when drowsy, Nic.Th.163.

German (Pape)

[Seite 958] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.

French (Bailly abrégé)

faire signe des yeux à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλλίζω: мигать, подмигивать (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. Ἑρμῆς HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλλίζω: διανεύω, κάμνω νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «κάμνω ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· διανεύω μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν ὀπίσσω κερτομίας, «καταμωκεύουσι, κυρίως δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, ἐπιμύω, κλείω ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) συστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅπως ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. ἰλλός, ἐπιλώπτω, κτλ.

English (Autenrieth)

wink to, Od. 18.11†.

Greek Monolingual

ἐπιλλίζω (Α) έπιλλος
1. γνέφω, κλείνω το μάτι
2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω
3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή.

Greek Monotonic

ἐπιλλίζω: μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα σε κάποιον με το μάτι, ανοιγοκλείνω το μάτι, σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό νεύμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

to make signs to one by winking, Od.: to wink roguishly, Hhymn. only in pres.,]